| Θάνατος θα είσαι…
και θα περνάς έξω απ΄το σπίτι μου,
διαλαλώντας την πραμάτεια σου
στο παλιό το φορτηγό αραδιασμένη ανάκατα.
Σαν παλιατζής με χαλασμένο τηλεβόα και άηχα παλιοσίδερα.
Κυριακή πρωί, πίνοντας τον καφέ μου,
θα σε νιώθω να περνάς, σιωπή μες΄ στη σιωπή.
Τίποτα απ΄ αυτά που κουβαλάς δεν έχει ήχο
ούτε οσμή, ούτε πια σχήμα και πιότερο ούτε μορφή,
όλα σεσηπότα,
οι πρωταρχικές μορφές της ύλης
διαχέονται η μια μέσα στην άλλη,
τα άλλοτε πανέμορφα μάτια της Μάρθας
αναλύονται στα ψαρά μαλλιά του Θεοφάνη
-τα μάτια της Μάρθας δεν βλέπουν πια
πως τα μαλλιά του Θεοφάνη πάψαν να αραιώνουν-
η γλυκιά μυρωδιά του ιδρώτα απ΄ το κορμί της Μαίρης
δεν φτάνει στη μύτη του Πέτρου
-κάποτε αυτή η μυρωδιά τον έλιωνε
κι αυτή, σαν νάτανε επίτηδες, πάνω του έλιωνε-
……….
……….
μυρωδιές που κανείς δεν θέλει να μυρίσει,
μάτια που κανείς δεν θέλει πια να τον βλέπουν,
σώματα που κανείς να ορέγεται,
δάχτυλα που κανείς δεν θέλει πια να τον αγγίξουν,
χείλη που ποτέ δεν θα ξαναφιληθούν,
στόματα που ανοιχτά έχουν μείνει, ανήμπορα να κλείσουν,
κραυγές οδύνης που κανείς δεν άκουσε,
-νεογνών ούτε καν εκστομίστηκαν-
αγγίγματα σαν από κρυσταλλιασμένο χιόνι,
τούτα όλα κι άλλα σαν και τούτα είν΄ η πραμάτεια σου.
………..
Θα περνάς την Κυριακή πρωί, καθώς θα πίνω τον καφέ μου,
θα σε νιώθω να περνάς κι είθε κάθε φορά τούτο να νιώθω.
Κάποια φορά δεν θα το νιώσω...
........
Και τότε...
Θάνατος θα είσαι…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|