| Χάιδεψα υστερόβουλα το στρογγυλό , αχτένιστο κεφάλι,
του βασιλικού κεφάλι.
Πως βρέθηκες εδώ;
Τον καλόπιανα μήπως μου απαντήσει.
Εκείνος σοβαρός , κάπως επίσημος
φορώντας κορδέλα – παπιγιόν
πάνω απ’ το λευκό γιακά της γλάστρας.
Που να μιλήσει…
Εκείνη τον είχε φέρει αγκαλιά.
Εκείνη μίλησε αόριστα
για ευγένειας προσφορά.
Και ποιος την είχε εξαπολύσει την ευγένεια
πύραυλο στην εύθραυστη ηρεμία μου;
Ο βασιλικός σφίγγα.
Μου ‘ρθε να του τραβήξω τα μαλλιά.
Μίλα ρε , τι ξέρεις;
Ψυχραιμία , ψυχραιμία
Τι φταίει το διακριτικό φυτό;
Στεκόταν εκεί στο αεράκι της βεράντας
σταύρωνε , πρασινωτά , κομψές τετράδες φυλλαράκια.
Σταύρωνε κι η ζήλια
τις βελονιές της στο μυαλό.
Έβγαζε απ’ τα χείλη του ένα άρωμα
και μόνο.
Αιωρούνταν , γεμάτο υπονοούμενα.
Εκλεκτό μέλος της οικογενείας των Χειλανθών
σου λέει…
Χείλη που δε βγάζουν λέξη
μα σφυρίζουν άρωμα , αδιάφορα.
Ας τον αγνοήσω καλύτερα.
Του γυρίζω την πλάτη , απομακρύνομαι.
Έ , τώρα , ποιος ψιθύρισε:
Κι όμως , εσύ με πότιζες!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|