| Οι κιτρινισμένες εφημερίδες που ‘χαν σκοπό
να κατακάτσουν στα συννεφιασμένα συρτάρια ,
δίπλωσαν ξαφνικά και πήραν σχήμα άλλο για να ακολουθήσουν
τα παιδικά χαμόγελα που με ανέστησαν .
Δε θα με πίστευε ο βοριάς όταν θα του ‘λεγα
να ανεβάσει στον ώμο του μια σαΐτα με φυλαγμένο
μυστικά στα φτερά της κάποιο πρωτοσέλιδο χθεσινό .
Εκείνος λησμονούσε ουρανούς που είχαν γεύση άλλη .
Κι ήξερε πως με τόσες ακάθαρτες ανάσες
δε θα μπορούσε να πετάξει μακριά ένα όνειρο .
Ήταν και το κύμα που θα πρόδιδε ένα τέτοιο ταξίδι
αφού ήταν δύσκολο πολύ να βαστάξει η κίτρινη βαρκούλα
με τα τσαλακωμένα γκρίζα γράμματα και τις άδειες ελπίδες .
Το κύμα αυτό που ξυπνούσε τούτο το χάραμα
κατάπινε αχόρταγα σωρούς από ηττημένους δρόμους .
Τα παιδικά χαμόγελα δε θα με συγχωρούσαν
αν έκλεινα ξανά τα μάτια .
Μα πως αλλιώς μπορούσε να αναστηθεί κανείς
σ’ αυτά τα ξένα χρόνια ,τα δικά μας ;
Άκουσα το ρολόι στον τοίχο να σφυρίζει δήθεν αδιάφορα .
Ο λεπτοδείχτης μόνο με αγριοκοίταξε σαν με προσπέρναγε
για πολλοστή φορά .
Αλήθεια μου είπανε , δεν είναι πια στιγμές να γίνεις άλλος .
Έκλεισα πεισματικά τα μάτια , όπως ήξερα .
Όταν τα άνοιξα οι κιτρινισμένες εφημερίδες
είχαν διπλωθεί τόσο καλά ,για να χωρέσουν ίσα -ίσα
στο καλάθι των αχρήστων .
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|