|
Σούρουπο…
Σκέπασε μ’ένα σεντόνι το άγαλμά του, άνοιξε διάπλατα το παράθυρο της κάμαρας κι άφησε την ευωδιά των λουλουδιών να τη μεταμορφώσει.
Έγινε νεράιδα. Μια κρυμμένη μαγεία, δύναμη για να δικαιωθεί.
Πέταξε μακριά.
Πήγε στη θάλασσα και πήρε λίγο αλάτι. Έπειτα ζήτησε από το δέντρο ένα λεμόνι κι έκλεψε μια νιφάδα χιόνι απ’το βουνό.
Νύχτα…
Κι ύστερα πήγε σ’αυτή. Κοιμόταν, μα ξέχασε κι αυτή το παράθυρο ανοιχτό.
Στάθηκε από πάνω της και έριξε σχολαστικά στο στόμα της το αλάτι. Για να πάρει μια γεύση το βαρετό της όνειρο. Ιεροτελεστία.
Κι αφού την είδε να αγαλλιάζει για λίγο, της έσταξε μια στάλα του καρπού. Κι ύστερα κι άλλη.. Κι άλλη.. Για να’ναι πιο έντονη η πίκρα της.
Και τελικά την ξύπνησε το κρύο του πάγου πάνω στα κόκαλά της.
Πάγος. Καμιά χαρά. Ούτε επαφή. Αποκλεισμός. Πάγος.
Την έντυσε κι αυτή νεράιδα, με οργισμένα φτερά.
Πετάξανε μαζί πίσω στην κάμαρα.
Το άγαλμα κάτω απ’το σεντόνι, σε μια άκρη του δωματίου κοντά σ’έναν παλιό χρυσό καθρέφτη.
Ο άνεμος απ’το παράθυρο νίκησε το σεντόνι. Και το άγαλμα φωτίστηκε απ’τ’άστρα. Φάνηκε το πρόσωπο.
Μάτια μεγάλα με νόημα. Ένα νόημα που μόνο το ίδιο θα βρει. Σαγήνη.
Αυτές μαζί θαύμαζαν την τέχνη κι εκείνο ακούνητο. Προσπαθούσε μόνο να πλησιάσει τον καθρέφτη. Να δει από μέσα. Να δει την αλήθεια.
Αυτές μαζί. Κι εκείνο ακούνητο αναζητούσε τις αιτίες.
Αυτές μαζί. Κι εκείνο στο πάτωμα, κομμάτια μάρμαρο.
Αντίο.
Ξημέρωμα…
Μόνη και πάλι μες στην κάμαρα. Με το παράθυρο κλειστό.
Αίμα στο ξύλινο πάτωμα.
Ανακούφιση αμοιβαία.
Κι ένα καπέλο ανάποδο κρέμεται απ’το ταβάνι.
Γαλήνη πια.
Θα κοιμηθεί κι αυτή με τ’όνειρο αγκαλιά…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|