| Όταν δρασκέλισα
Το κατώφλι της υπόγειας φυλακής
Ήταν ένα σκυθρωπό δειλινό
Το σκοτάδι πηχτό
Σαν αράχνη έπλεκε στα μάτια μου
Έναν πελώριο ιστό
Και καθώς ο θηριώδης δεσμοφύλακας
Ξεκλείδωνε την πόρτα του κελιού μου
Μ’ έναν ήχο φριχτό
Τα δάκρυα της μαύρης μου ψυχής
Σαν καταρράκτες κυλούσαν
Στο πάτωμα το λερό.
Οι μέρες μου
Περνούσαν με αργό ρυθμό
Μέσα στη θλίψη και τον οδυρμό
Δεν έβλεπα τη γαλήνια μορφή της
Που ’χε σβήσει
Με της βαριάς σιδερόπορτας τον αχό
Δεν άκουγα τα γλυκά της λόγια
Που σαν κίτρινα φύλλα
Είχαν πέσει στο χώμα το παγερό
Η καρδιά μου πια μονάχη
Σαν φλεγόμενο δάσος καιγόταν
Από μεγάλο καημό.
Οι τοίχοι του κελιού μου λιγδιασμένοι
Χωρίς ούτε ένα παράθυρο μικρό
Σαν το σκουλήκι
Καταγής σερνόμουν
Με το κορμί μου το σιχαμερό
Κι όταν τόλμησα
Κραυγή απόγνωσης να βγάλω
Με βασάνισαν επί ώρες γυμνό
Με μαστίγιο αγκαθωτό
Στο θεό προσευχόμουν να πεθάνω
Για να λυτρωθώ
Απ’ το μαρτύριο αυτό το φοβερό.
Μα δε μ’ άκουγε κανένας
Και στα πληγιασμένα σωθικά μου
Μέρα με τη μέρα θέριευε το κακό
Οι ματωμένες φούχτες μου
Πετάγανε τσουκνίδες
Η πικραμένη γλώσσα μου
Απ’ τη δίψα και την πείνα κυριευμένη
Στάλαζε φαρμάκι ποταμό
Μην μπορώντας πια ν’ αντέξω
Μες στο κολαστήριο αυτό
Το ’ριξα στην πρέζα
Για να ζήσω ένα όνειρο απατηλό.
Και μια γκρίζα αυγή
Που αλυσοδεμένο μ’ είχαν
Στο προαύλιο το σκοτεινό
Είδα ένα θανατοποινίτη
Συνοδεία να περνάει
Μ’ ένα σύννεφο στο μέτωπο νεκρικό
Κι ο δήμιος στο ικρίωμα να περιμένει
Στο λαιμό του να περάσει
Το βρόχο το σφιχτό
Για το ειδεχθές φονικό
Που ανήμερα Χριστούγεννα διέπραξε
Χωρίς κανένα δισταγμό.
Κι όταν επιτέλους
Μετά από τόσα θλιβερά χρόνια
Ήρθε η μεγάλη μέρα
Από τη θεοσκότεινη
Και δυσώδη ετούτη φυλακή
Που σαν τα ποντίκια
Κρατούνται οι κατάδικοι
Ν’ αποφυλακιστώ
Μ’ ανείπωτη λαχτάρα
Περίμενα
Ν’ αντικρίσω τα καστανά της μάτια
Μα κι ένα κομμάτι γαλάζιο ουρανό.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|