| Στο μισοσπασμένο μαρμάρινο τραπέζι του εγκαταλειμμένου κήπου
Ο βοριάς γλείφει μανιασμένα την περιχυμένη σκόνη
Τα σκουλήκια συναγμένα
Εργάζονται πάνω στο αποσυνθεμένο πτώμα του καλοκαιριού
Που απογυμνωμένο κείτεται στο χορταριασμένο χώμα
Τα πουλιά με ξεκουρδισμένες φωνές
Κροταλίζουν σαν ροκάνες στα κλωνάρια των πορτοκαλόδεντρων
Που άοσμα πια
Αναμαλλιάζονται απ’ το φύσημα του αφηνιασμένου αγέρα
Το αρχαίο άγαλμα στη γωνιά ακρωτηριασμένο
Με αίμα αποξηραμένο κραυγάζει απ’ την οδύνη
Ο μαντρότοιχος ξεβαμμένος και γεμάτος τρύπες
Διαλαλεί το φθοροποιό πέρασμα της χειμωνιάτικης καταιγίδας.
Περπατώ και διακρίνω αμυδρά τα μικροκαμωμένα πέλματα μου
Τότε που ο ήλιος περίλαμπρος στον αυγινό ουρανό
Με χάιδευε με τ’ απαλά ακροδάχτυλά του
Τότε που το μελωδικό θρόισμα των άστρων
Ηχούσε ηδονικά στ’ αυτιά μου
Τότε που το γάργαρο νερό της πηγής δρόσιζε τα μελλούμενα μου.
Τώρα τα χέρια μου
Σαν κιτρινισμένα πλατανόφυλλα με ανάγλυφες φλέβες
Αγγίζουν την ξυλένια κουπαστή της φθαρτής πέτρινης κλίμακας
Που οδηγεί στο τρισκότεινο υπόγειο αυτού του κόσμου.
Εκεί που οι νυχτερίδες κρώζοντας υποδέχονται τους φυγάδες
Που για ν’ αποδράσουν έκοψαν με τη λάμα τα σιδερένια κάγκελα
Του μικρού τετράγωνου παραθύρου του καταγάλανου κελιού τους.
Και καθώς ένα-ένα κατεβαίνω τα ραγισμένα σκαλοπάτια
Φωναχτά αναρωτιέμαι «Γιατί ένας τόσο τέλειος ζωγράφος
Να συμπεριλάβει τη φθορά στα ποικίλα χρώματα του πίνακα του;».
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|