| [I] Κάποτε σ’ένα όμορφο παλάτι στο βασίλειο της Μαύρης Ορχιδέας ζούσε μια μικρή όμορφη πριγκίπισσα. Οι γονείς της την αγαπούσαν πολύ. Τόσο που της έκαναν όλα τα χατίρια. Της αγόραζαν καινούρια ρούχα και παιχνίδια που κανένα άλλο παιδάκι δεν είχε σ’ολόκληρο τον κόσμο. Καθετί που την έκανε ξεχωριστή και αξιοζήλευτη. Εκείνη κάθε φορά ζητούσε ακόμα πιο πολλά, κάποια που δεν υπήρχαν πουθενά παρά μόνο στην ακόρεστη φαντασία της. Αλλά με τίποτα δεν ήταν τελικά ευτυχισμένη. Έπαιζε αμέριμνη και μόνη στον τεράστιο κήπο του παλατιού με μοναδική συντροφιά τις αμέτρητες μαύρες ορχιδέες που την περιτριγύριζαν. Και έτσι κάπως το μικρό κακομαθημένο κοριτσάκι μεγάλωσε και έγινε πια μια όμορφη κοπέλα. Οι γονείς της αποφάσισαν πως είχε φτάσει πλέον η ώρα να βρει τον πρίγκιπά της.
Στο παλάτι προσήλθαν πρίγκιπες και ιππότες από παντού. Από κάθε άκρη του κόσμου. Ο καθένας τους κρατούσε ένα ξεχωριστό δώρο που θα το προσέφερε στην ιδιότροπη και όμορφη πριγκίπισσα με σκοπό να κερδίσουν την καρδιά της. Ο ένας της έφερε ένα μοναδικό κόσμημα, που όμοιό του δεν φτιάχτηκε για κανέναν άλλον. Άλλος της έφερε μετάξι για να ντύσει το αψεγάδιαστο κορμί της. Άλλος ακριβά παπούτσια για να στολίσει τα καλοσμιλεμένα της πόδια. Άλλος πανάκριβα αρώματα και αιθέρια έλαια, άλλος πολύτιμα πετράδια. Όλοι προσέφεραν κάτι μοναδικό ελπίζοντας να αποκτήσουν την αγάπη της. Όμως εκείνη δεν ευχαριστιόταν με τίποτα. Όλα της φαίνονταν φτωχά και συνηθισμένα. Κανένας δεν κατάφερνε να την εντυπωσιάσει.
Κάποια μέρα έφτασε στο παλάτι ένας ιππότης. Ήταν ένας όμορφος, καλογυμνασμένος νέος με ζεστή καρδιά και γεμάτος αγνά, αληθινά αισθήματα που κάθε κοπέλα θα ζήλευε. Η πριγκίπισσα όμως καθόλου δεν φάνηκε να συγκινείται απ’την αναπάντεχη εμφάνιση του πρίγκιπα. Στα μάτια της έμοιαζε σαν ακόμα ένας συνηθισμένος υποψήφιος γαμπρός που προσφέροντας ό,τι όλοι οι άλλοι ήλπιζε να κερδίσει την εύνοιά της. Ο πρίγκιπας όμως, προς έκπληξή της, δεν της προσέφερε τίποτα απ’όσα έδιναν απλόχερα όλοι οι υπόλοιποι. Ούτε κοσμήματα, ούτε μετάξια, ούτε αρώματα, ούτε άλλα πανάκριβα αγαθά. Η προσφορά του ήταν μονάχα μια μικρή μαύρη ορχιδέα. Η πριγκίπισσα αντικρίζοντας το φτωχό δώρο του δεν πίστευε στα μάτια της. Πως ήταν δυνατό κάποιος που ζητούσε την καρδιά μιας τόσο ξεχωριστής παρουσίας να προσφέρει κάτι που υπήρχε παντού άφθονο σ’ολόκληρο το βασίλειο; Η απορία σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Ήταν η ώρα του πρίγκιπα να εξηγήσει την πράξη του. Τότε εκείνος έκανε ένα βήμα μπρος και πήρε το λόγο. «Σίγουρα θα με περνάς για τρελό ή ακόμα και ηλίθιο που επέλεξα να σου προσφέρω κάτι που βλέπεις κάθε μέρα στον κήπο σου! Μπορεί να είμαι και τρελός όμως σίγουρα δεν είμαι κακομαθημένος σαν εσένα. Έμαθα στην ζωή μου να εκτιμάω το κάθε τι. Να’μαι ευχαριστημένος με όσα έχω και μ’όσα μου λείπουν. Δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο και αγαπώ το κάθε τι που μου έχει χαριστεί. Σου φέρνω λοιπόν αυτή την μαύρη ορχιδέα που εγώ ο ίδιος έκοψα απ’τον κήπο σου για να σου δείξω πως δεν θα νιώσεις ποτέ ικανοποίηση αν δεν μάθεις πρώτα να εκτιμάς αυτά που ήδη έχεις. Γι’αυτό και την επόμενη φορά που θα κοιτάξεις έξω απ’το παράθυρό σου, προσπάθησε να κατανοήσεις την μοναδικότητα και την αξία αυτών των λουλουδιών που ομορφαίνουν αυτόν τον τόσο δυστυχισμένο κόσμο σου και άφησέ τα να ομορφύνουν και την αποκρουστική καρδιά σου.» είπε και έπειτα έφυγε. Η πριγκίπισσα έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. «Μαύρη ορχιδέα..» ψιθύρισε κρατώντας γερά το λουλούδι στα χέρια της. Το μοναδικό δώρο που δέχτηκε.. [/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|