| Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα
είδα τα σκορπισμένα κωλόχαρτα,
τις σβησμένες γόπες, κάθε μία από
ένα τσιγάρο που προσπάθησε να ρουφήξει
κάθε απονιά.
Στη γωνία κρεμασμένο ένα σκοινάκι,
έτοιμο για να περάσει στη θηλιά του
κάθε μικρό θάνατο της ζωής.
Το παράθυρο ανοικτό,
συννεφιασμένος ουρανός και στάλα στάλα
να μπαίνει η βροχή βασανιστικά,
σαν κάθε ξεφτίλα στη ζωή
που αθόρυβα κατατρώει το αληθινό.
Δε μπορεί, κάπου ανάμεσα θα υπάρχεις και εσύ,
που μου έμαθες να βλέπω
πέρα από κάθε χαραγμένη μορφή.
Θα ψάξω πολύ, μα ακόμα δε σε βρίσκω.
Είδες λοιπόν τα μάτια που μου χάρισες δε φτάνουν,
(γιατί μου τα χάρισες,
δε τα έφτιαξα μόνος μου όπως εσύ)
για να βγω στο μπαλκόνι και να κλάψω
σαν καταλάβω πως δεν υπολόγισες ούτε αυτή τη μορφή,
αυτό το όριο μεταξύ ύλης και φαντασίας,
που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο.
Και κάθομαι και σε κοιτάω μεσ' τη βροχή,
δίνοντας ψυχή με τα μάτια που μου χάρισες
στο άψυχο πια σώμα σου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|