| νύχτες πόσες περάσανε που για να κοιμηθώ
έταζα στου ύπνου το θεό κίτρινο κεχριμπάρι
κι εκείνος συμπονώντας με ερχόταν να με πάρει
με ένα όνειρο που γύριζε στα πίσω τον καιρό
κι άξαφνα ω του θαύματος βρισκόμουν συνοδός
να υποβαστάζω το βαρύ και γερασμένο σώμα
κάποιου αοιδού εκ γενετής τυφλού που με το στόμα
έψαλε με τη μούσα του το κλέος του ανδρός
κι άλλοτε εκεί στην Αίγυπτο δεινός ταριχευτής
με λάβδανο εμποτίζοντας του φαραώ το δέρμα
και στερεώνοντας καλά στα δόντια του ένα κέρμα
αθανασίας επίφαση του χάριζα θαρρείς
στην Ελευσίνα άλλη φορά σαν μύστης στη σιωπή
μυσταγωγώντας σε ιερό, σκαφτό μέσα στο χιόνι
στο στόμα τάιζα με ροδιού καρπούς την περσεφόνη
να μη θυμάται στους νεκρούς ανάμεσα πως ζει
νύχτες πόσες περάσανε που για να κοιμηθώ
έταζα στου ύπνου το θεό μαλάματα κι ασήμια
κι απόψε το ίδιο, βγάζοντας την που με ντύνει γύμνια
δίνω βιτσιά του ονείρου μου και φεύγω απ’ το εδώ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|