| Εκείνο το κλειστό οροπέδιο, ήτανε όλος του ο κόσμος. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε κι εκεί ανδρώθηκε, με παρέα του τ αγρίμια και τα κελαηδίσματα των πουλιών.
Ήταν κάμποσος καιρός που στην φτωχική καλύβα ,δεν άκουγε κανένα ήχο ζωής, παρά μόνο τους χτύπους της δικής του καρδιάς, μιας και ο μόνος άνθρωπος που γνώρισε,ο παππούς του ,είχε σκοτωθεί από μια πελώρια αρκούδα, καθώς κυνηγούσε ελάφια στην μικρή αποκλεισμένη κοιλάδα .
Ποτέ δεν βρήκε το παραμικρό ίχνος από το σώμα του , λες και είχε ανοίξει η γη και τον κατάπιε.
Μετά απο κάποιο καιρό όταν βρέθηκε στο δρόμο του ,στάθηκε τυχερός,αφου μπόρεσε και την τραυμάτισε με βέλη απο το τόξο του,αλλά όχι του θανατά.
Έτσι η πληγωμένη αρκούδα, ήτανε πάντοτε ο εφιάλτης του τις νυχτιές σ εκείνη την άκρη του κόσμου, καθώς άκουγε συχνά τα πονεμένα μουγκρητά της να ξεσηκώνουνε τα λιγοστά ζωντανά του.
Φύλακας του ένα πελώριο τσοπανόσκυλο ,ο Λυχούρης, που θα 'δινε και την ζωή του για 'κείνον αν χρειαζόταν .
Λίγα βήματα πιο πέρα το χειμαδιό με τις λιγοστές κατσίκες του, καλά προφυλαγμένο από τους αγέρηδες, αλλά όχι και απ την αρκούδα. Όμως εκείνη ποτέ δεν άρπαξε ζώο του, λες και φύλαγε την όρεξη της μόνο για εκείνον.
Μια μέρα το αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει από εκεί μαζί με τα λιγοστά του ζωντανά και να σκαρφαλώσει στα βουνά που περιέσφιγγαν σαν θηλιά τον τόπο του.
Πίσω απ τα βουνά ζούσε ο ¨¨μαύρος δράκος¨¨ ,όπως τού 'λεγε συχνά ο Παππούς του.
Ίσως όμως αν κατάφερνε να του ξεφύγει θα μπορούσε να πάει πιο μακριά και να γνωρίζει πιο ήσυχα μέρη ώστε να κάνει μια καινούργια αρχή..
Το σκαρφάλωμα ήτανε βιαστικό με κλεφτές ματιές προς τα πίσω, για τον ¨¨φόβο των Ιουδαίων¨¨..την αρκούδα.
Μπροστά του τα ζωντανά και δίπλα του ο Λυχούρης,να ¨¨σπρώχνε騨 προς τα μπρος το κοπάδι. Μια σπηλιά που διάβηκε ξοπίσω από μια κατσίκα που 'χε χαθεί απ τα μάτια του και την αναζήτησε, τον έβγαλε μέσα από δαιδαλώδεις λαβύρινθους, στην πίσω πλευρά ,σε ένα πρωτόγνωρο τοπίο, την χώρα του ¨¨μαύρου δράκου¨¨.
Άναψε φωτιά και ξαπόστασε κουρασμένος μαζί με όλα τα ζωντανά γύρω του. Είχε για τα καλά νυχτώσει.Οταν ξημέρωσε,αφού άρμεξε μια κατσίκα και ήπιε το γάλα της, ξεκίνησε κατηφορίζοντας χωρίς να παραλείπει να γυρίζει ανήσυχα το κεφάλι προς τα πίσω.
Ξαφνικά σκόνταψε σε δυό ασημένια φίδια που απλώνονταν παράλληλα σ ένα ατέλειωτο μήκος ανάμεσα στα χαμηλά χορτάρια. Τα περιεργάστηκε για πολύ ώρα, τα κλώτσησε αλλά αυτά δεν αντέδρασαν ούτε ακόμα και στο τσεκούρι του.
Δίχως άλλο είναι απεθαμένα είπε μέσα του ανακουφισμένος. Έτσι αποφάσισε με πολύ δισταγμό να τα ακολουθήσει, μέχρι να βρει την αρχή τους, δηλαδή ..τα κεφάλια τους διαλέγοντας στην τύχη τη μία από τις δυο κατευθύνσεις τους.
Ενώ είχε διανύσει κάποια απόσταση, άκουσε ξαφνικά ένα ήχο δυνατό, που επαναλαμβανόταν με μικρές διακοπές και το αγκομαχητό κάποιου μεγάλου ζώου ν ανηφορίζει ασθμαίνοντας.¨ο μαύρος δράκος!¨¨ μονολόγησε φοβισμένος και έσπευσε να ξεκρεμάσει το τόξο απ τον αριστερό του ώμο, καθώς και την φαρέτρα του που ήτανε γεμάτη βέλη για κάθε ενδεχόμενο.
Ο μαύρος δράκος¨¨ ξεπρόβαλε πίσω από μια στροφή σχεδόν απροειδοποίητα ξεφυσώντας και βγάζοντας πυκνό καπνό από ένα άνοιγμα στο κεφάλι του. Ένα πελώριο μάτι που τον κοιτούσε διαπεραστικά ,έκανε να τα γόνατα του να λυγίσουν.. και σωριάστηκε σαν άδειο σακί μπροστά του…
Όταν συνήλθε αντίκρισε ένα χαμογελαστό μουτράκι που του έδωσε την αίσθηση της γαλήνης και της ασφάλειας...¨με λένε Έλεν ¨¨του είπε εκείνη χαδιάρικα,σφουγγίζοντας του το μέτωπο ,ακριβώς πάνω απ το μεγάλο καρούμπαλο που είχε φυτρώσει μετά το πέσιμο του στις ράγες του τραίνου.
¨¨Πού είναι τα ζώα μου,που είναι ?¨¨την ρώτησε με φωνή που μόλις έβγαινε απ το λαρύγγι του.¨¨ Μην ανησυχείς καλέ μου, όλα είναι στη θέση τους και όπως πρέπε騨του απάντησε εκείνη και τον ανασήκωσε για να ρίξει μια ματιά στο τοπίο που έτρεχε μπροστά στα μάτια του.΄΄όπου να 'ναι φτάνουμε,ετοιμάσου νεαρέ ινδιάνε μου¨¨..
Αυτά ήτανε και τα στερνά της λόγια πριν από το τέλος του ταξιδιού.
Όταν κατέβηκαν μαζί,εκείνη στάθηκε δίπλα του, όπως και από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα μάτια τους.Τον άφησε για λίγο μονάχο του να περιεργάζεται τα σπίτια με την ησυχία του και έτρεξε προς το βάθος του δρόμου. Δεν πέρασε πολύ ώρα και γύρισε κοντά του μ ένα καλάθι γεμάτο καλούδια..
Ήταν τέτοια η πείνα του ,που δεν πρόλαβε καλά καλά να του δείξει το περιεχόμενο του ..Έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό ,χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία γύρω του.
Εκείνη τον παρακολουθούσε χαμογελαστά, χωρίς να θέλει να του αφαιρέσει ούτε λεπτό απ την γαστρονομική του απόλαυση .
Κατόπιν ξεκίνησαν για ένα μικρό περίπατο στην πόλη,μακριά από τον φοβερό θεριό που στοίχειωνε τα όνειρα του
¨¨Δεν μου χάρισες όμως ακόμα το όνομα σου νεαρέ φίλε μου¨¨,τόνισε με σκέρτσο η κοπέλα ,χαρίζοντας του ξανά το πιο γλυκό της χαμόγελο.
¨¨με λένε ..τυχερό γεράκ騨 απάντησε τότε εκείνος κοιτάζοντας την στα μάτια.
¨¨Ελα τώρα να σου δείξω κάτι που θα σε κάνει χαρούμεν﨨συνέχισε εκείνη καλώντας τον με ένα νεύμα της να την ακολουθήσει .¨έλα μη στέκεσαι σαν άγαλμα καλέ μου¨¨¨.
Ένα γνώριμο γάβγισμα τον έκανε να επιταχύνει το βήμα του ξοπίσω της.Πίσω από ένα ψηλό φράχτη ο Λυχούρης, φύλακας του μικρού κοπαδιού σάλταρε με χαρά πάνω του, ρίχνοντας τον κάτω και γλείφοντάς τον στο πρόσωπο.
Τα ζώα του βρίσκονταν όλα εκεί καλοταϊσμένα και τον περίμεναν, λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει στην πορεία τους μετά από την συνάντηση με τον ¨μαύρο δράκ﨨΄΄μα πως έγιναν όλα αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτα στ' αλήθεια, εξήγα μου Ελεν σε παρακαλώ θα τρελαθώ! .
Η απάντηση ήλθε άμεσα και σχεδόν αβίαστα από τα χείλη της νεαρής κοπέλας. ¨Όλα έγιναν όπως τα ζήτησες πριν φύγεις από την κοιλάδα σου,γνώρισες τον τόπο που αναζητούσες, αρκέσου λοιπόν σ αυτό και μη ρωτάς περισσότερ﨨
Αυτά είπε η Ελεν και χάθηκε στα ξαφνικά από μπροστά του.Την φώναξε πολλές φορές με τα όνομα της, αλλά άκουσε μόνο τον αντίλαλο του στα σιωπηλά κτίρια γύρω του.
Τότε στο βάθος του δρόμου άρχισε αχνά αχνά να αναδύεται μια ομιχλώδης μορφή. Έμεινε άναυδος μπροστά σ αυτά τα παράξενα που γινόντουσαν λίγα βήματα μπροστά του. Η μορφή άρχισε να σιγά να σχηματοποιείται σε κάτι το πολύ γνώριμο και αγαπητό του.. ήτανε ο παππούς του.
¨¨παππού εσύ εδώ?,σε νόμιζα αποθαμέν﨨ψέλλισε με συγκίνηση ανοίγοντας τα χέρια για να τον αγκαλιάσει.
Όμως εκείνος του γύρισε επιδεικτικά την πλάτη χωρίς να καν να μιλήσει και άρχισε ν απομακρύνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση .Τον πήρε στο κατόπι και μετά από μια σύντομη πεζοπορία τον είδε να στέκεται περίλυπος μπροστά στην πόρτα μιας φτωχικής καλύβας .¨¨εδώ γεννήθηκες τυχερό γεράκι,¨¨είπε με λόγια που έβγαιναν σαν βογκητά απ τα εσώψυχα του.
Η πόρτα άνοιξε και από μέσα φάνηκε η Ελεν να τους χαμογελά.¨έλα να σου συστήσω τη μητέρα σου¨¨,είπε ο παππούς χτυπώντας τον μαλακά στην πλάτη.
Δεν μπόρεσε ν αρθρώσει λέξη, παρά μόνο δάκρυα που κύλισαν απ τα μάτια και πότισαν τα ξύλινα σκαλοπάτια της καλύβας.
Μα η μάνα μου.. είναι αποθαμένη παππού,από τότε που με γέννησε ,έτσι μού 'λεγες πάντοτε θαρρώ¨¨.Ένα αινιγματικό χαμόγελο ,ήτανε η απάντηση στην εύλογη απορία του.
΄΄Ακολούθησε μας και θα καταλάβεις¨¨είπε η νεαρή κοπέλα.
Περπάτησαν και οι τρεις τους προς τον σταθμό.Ο παππούς προπορευότανε ενώ η Ελεν τον κρατούσε τρυφερά από το χέρι,κάτι που δεν το ένοιωσε ποτέ του ο ίδιος στα πρώτα του βήματα,το τρυφερό χέρι της μάνας που τόσο του έλειπε.
Έφτασαν μετά από λίγο μπροστά σ ένα πελώριο όγκο που ξεπρόβαλε σαν στοιχειό μπροστά στα μάτια τους,στον "¨μαύρο δράκο"¨που καθισμένος νωχελικά και σιωπηλός πάνω στις φιδίσιες ασημογραμμές του,φαινόταν να κοιμάται του καλού καιρού.
"¨Μα τον έχω ξαναδείι,γιατί με φέρατε ξανά μπροστά του?"¨ρώτησε γεμάτος απορία.
Τότε εκείνοι τον οδήγησαν στο μπροστινό μέρος του θεριού,σ αυτό που είχε πρωτοδεί όταν λιποθύμησε από τον φόβο του και του έδειξαν μια κατακόκκινη λουρίδα πάνω στο αποκρουστικό πρόσωπο του.."Δυστυχώς σε πρόλαβε γεράκι και δεν στάθηκες αυτή την φορά τυχερό¨"απάντησαν και οι δυό τους μ ενα στόμα
Είχε νυχτώσει πια για τα καλά στη μικρή πόλη και το μόνο που ακουγότανε ήταν
το αλύχτισμα του Λυχούρη που μάταια αναζητούσε τ αφεντικό του στον κόσμο των ζωντανών.
Μαράκος
Σ ΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ ,Simos_Vassilis
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|