| [font=tahoma]
Και επιπλέον γέννησε τον αδελφό του. Και ο ένας αδελφός ήταν βοσκός προβάτων ενώ ο άλλος ήταν γεωργός.
Και ύστερα από μέρες ο γεωργός πρόσφερε από τους καρπούς της γης στον πατέρα του.
Και ο βοσκός πρόσφερε και αυτός από τα πρωτότοκα των προβάτων του και από τα ξύγκια τους. Και ο πατέρας επείδε επί του ενός και επί των δώρων του ενώ στην προσφορά του άλλου δε κοίταξε.
Και ο άνθρωπος ελυπήθη λίαν και συνέπεσε τω πρόσωπω αυτού. Και ο πατέρας έψεξεν αυτόν με λόγους ούτινες ουκ εδύνατο καταλαμβάνειν. Και είπε ο αδελφός στον αδελφό, πάμε στην πεδιάδα.
Και αφού συνέφαγον και έπιον από τα κάλλη της μητρός τους, ανέστη επί τον αδελφόν αυτού και απέκτεινεν αυτόν.
Και ο πατέρας είπε στον γεωργό• που είναι ο αδελφός σου; Και εκείνος είπε• γεννηθήτω πάτερ το θέλημα σου, η θυσία εμού κείται ες το πεδίον.
Και είπεν ακόμη ο γεωργός• η φωνή αίματος του αδελφού μου βοά προς με εκ των αγκαλών της μητρός ημών.
Και ειπεν ο πατέρας• τι έκανες; Εμού οι λόγοι ουκ ήσαν ταύτοι. Και καταράστηκεν ο αδελφός τον πατέρα και έθεσεν σημείον επί της αυτού σαρκός ίνα ενθυμηθή σκεπτόμενος δι' εαυτού και εξ εαυτού έσεσθαι.
Και είπεν τέλος• η φωνή αίματος του αδελφού μου με προσκαλεί εκ των αγκαλών της μητρός ημών.[/font]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|