| Νυσταγμένο , το πράσινο μάτι του φαναριού , έκλεινε γρήγορα λίγο πιο πάνω
απ' το λαιμό του Περιστεριού.
Στεκόταν ολόρθο κι αδιάφορο , σαν εξωγήινο , στα κορναρίσματα αδημονούντων οδηγών και
κινούσε αδιόρατα τη λεπτή του φιγούρα , σα δάχτυλο απειλητικό
σ' όσους έγραφαν στο δεξί τους ποδωστήριο το ορθάνοικτο , κατακόκκινο του μάτι.
Μια δεύτερη λεπτή φιγούρα ακουμπούσε πάνω του.
Ένα κορίτσι , τσιγγανόπουλο , έκανε ξυπόλητο τη μικρή , άχαρή του βόλτα.
Με απλωμένο το χέρι , θλιμμένο βλέμμα μουρμούριζε ικεσίες.
Τζάμια παραθύρων ανέβαιναν ενοχλημένα.
Σπανιότερα δάχτυλα , με κέρματα – αντίδωρο , έκαναν φευγαλέα έξοδο
για να εξαφανιστούν και πάλι σε κύματα ραδιοφωνικών διαφημίσεων
και εξίσου φευγαλέες σκιές μακρινών ενοχών.
-Μπαμπά δώσε κάτι... Φωνή του πίσω καθίσματος , ελαφρώς νεαρότερη
απ' την παρέα του φαναριού.
Ο μπαμπάς αιτιολόγησε σύντομα , αμήχανα και παγερά την άρνησή του.
Αν ενέδινε σε τέτοιες περιστάσεις , θα ήταν χειρότερα για το κοριτσάκι.
Αν είχε “είσπραξη” θα το έβγαζαν ξανά και ξανά στο δρόμο.
Αν είχε αποτυχία , ίσως να το άφηναν ήσυχο στη δυστυχία του.
Τη θυμωμένη σιωπή του πίσω καθίσματος διαδέχτηκε ο ήχος του παραθύρου που άνοιγε.
Πριν προλάβει ο μπαμπάς να διαμαρτυρηθεί , το πράσινο μάτι του φαναριού
-φωτορυθμικό στις κόρνες- τον πίεσε να ξεκινήσει.
Στρίβοντας πρόλαβε να δει το κορίτσι του φαναριού που έσφιγγε στην αγκαλιά του
την αγαπημένη κούκλα της μικρής του πίσω καθίσματος.
Μα κυρίως πρόλαβε να δει το χαμόγελο και τη ματιά που αντάλλαξαν δυο παιδιά
εκεί στο σκληρό λαιμό του Περιστεριού , που έμοιαζε για μια στιγμή πουπουλένιος...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|