| [B]Edgar Allan POE (1809 -1849) [/B]
[B]O KOPAΞ[/B]
[I] Μετάφραση αφιερωμένη στην Ελένη Τ. που έγυρε
πρόσφατα « στ’ουρανού την αγκαλιά…»[/I]
Κάποτε, αργά το βράδυ, βυθισμένος στο σκοτάδι
Και σε σκέψεις που αντλούσα από βιβλίο ξακουστό,
Γλύστραγα σε γλυκό ύπνο όταν άκουσα ένα χτύπο,
Ενα χτύπο εκεί στη θύρα, χτύπο ήπιο, ελαφρό.
«Θά’ναι κάποιος επισκέπτης», είπα με μουρμουρητό,
«Τίποτ’άλλο, μόνο αυτό».
Αχ, τη μοίρα μου λυπάμε, το Δεκέμβρη ήταν, θυμάμαι,
Και ζωγράφηζαν οι φλώγες δαίμονες πα στα χαλιά.
Νά’ρθει η χαραυγή ποθούσα γιατί μάταια προσπαθούσα
Το βαθύ πόνο να γιάνω πού’χα για μια κοπελιά,
Τη Λενιό* που είχαι γύρει στ’ουρανού την αγκαλιά –
Διχως όνομα εδώ πιά.
Κι οι μεταξωτές κουρτίνες – όπου θρόιζαν εκείνες –
Προξενούσαν μου ένα φόβο, τέτοιον φόβο τρομερό,
Φόβο άγριο, μοιραίο, που δεν έπαυα να λέω :
«Θά’ναι κάποιος επισκέπτης που τον έφερεν εδώ
Το σκοτάδι και το κρύο και ποθεί να τον δεχτώ –
Tίποτ’άλλο, μόνο αυτό».
Άρχισα να ησυχάζω κι είπα δίχως να δυστάζω :
« Κύριέ μου ή Κυρία, τη συγνώμη σας ζητώ,
αλλά μ’είχαι πάρει ο ύπνος κι ήταν σιγαλός ο χτύπος,
τόσο σιγαλός και ήπιος που διόλου δεν απορώ
ότι δεν σας έχω ακούσει »∙ – άνοιξα τη θύρα εδώ –
Σκότος έξω, μόνο αυτό.
Τρέμοντας μες στο σκοτάδι, πού’ταν πιό φρικτό απ’τον Άδη,
Δίσταζα, απορούσα, ζούσα όνοιρο φανταστικό
Αλλά η νυχτιά σιωπούσε κι ούτ'ένα κλωνί κουνούσε,
Μόνο κάπου αντιλαλούσε ένα όνομα: «Λενιό»!
Ψίθυρος δικός μου ήταν κι απαντούσε η ηχώ –
Τίποτ’άλλο, μόνο αυτό.
Μπαίνοντας στο σπίτι πάλι, μ’όλη την ψυχή να πάλλει,
Άκουσα χτύπημα κι άλλο, θά’λεγα πιό δυνατό.
«Βέβαια, αυτός που με ζητάει στο παράθυρο χτυπάει»,
Είπα. «Εμπρός, λοιπόν, καρδιά μου, πάμε πιό κοντά να δω
Και ετούτο το μυστήριο να το λύσουμε εδώ –
Ο βοριάς είναι, θαρρώ».
Άνοιξα ευθής τα πατζούρια κι υπερόπτης και με φούρια
Μπήκε μέσα ένας κόραξ από τον παλιό καιρό.
Δίχως καν να μού μιλήσει είτε άδεια να ζητήσει
Πέταξε πάνω απ’τη θύρα όπου σε στενό σηκό
Άγαλμα είχα της Παλλάδας κι έκατσε πάνω σ’αυτό –
Τίποτ’άλλο, μόνο αυτό.
Με τη σοβαρή ειδή του κι όλη την εμφανησή του
Στην απέραντή μου θλύψη μού’φερε λίγη χαρά.
«Αν και είσαι φαρακλός, εσύ δε φαίνεσαι δειλός»,
Είπα. «Πένθημε διαβάτη, από τα χρόνια τα παλιά,
Πές μου, ποιό’ναι τ’όνομά σου στ’ Άδη την ακρογιαλιά;»
Είπε ο Κόραξ: «Ποτεπιά.».
Κοίταζα με απορία τ’όρνιο πού’χε ομιλία
Κι ας μην είχε κάνα νόημα η κορακίστικη μιλιά.
Τι το πλάσμα που μιλούσε και παράξενα κοιτούσε,
Αν και νά’ρχετε φαινόταν απ’τα χρόνια τα παλιά
Ανθρωπος δεν ήταν νά’χει και ανθρώπινη λαλιά,
Να το λένε « Ποτεπιά ».
Αλλά ο Κόραξ που καθόταν στη σηκό, λες και κοιμόταν,
Θά’ξερε μια μόνο λέξη φαίνεται, κι άλλη καμμιά.
Τίποτ’άλλο πια δεν είπε και ακίνητος στεκόταν
Κι εγώ σκέφτηκα : « Έχουν φύγει τόσοι φίλοι μου μακριά
Που κι αυτός, σαν τις ελπίδες, αύριο θά’ναι μακριά –
Είπε ο Κόραξ : «Ποτεπιά».
Σαστισμένος μια στιγμή που άκουσα πάλη φωνή
« Σίγουρα », είπα, « αυτό που λέει δεν είναι άλλο παρά
Ένας ήχος που έχει μάθει από κυρη που έχει πάθει
Στην κακόμοιρη ζωή του δυστυχήματα πολλά
Και τη μοίρα του θρηνούσε με μιά λέξη, μόνο μιά,
Κι έλεγε όλο « Ποτεπιά ».
Πιό καλά να καταλάβω τ’άχαρο πουλί το μαύρο
Έσμπρωξα την πολυθρόνα ναρθώ μπρός του, πιό κοντά,
Κι άρχησα να συλλογιέμαι, σοβαρά ν’αναρωτιέμαι,
Άραγε τη εννοούσε τ’όρνιο που κάθε φορά,
Τ’άχαρο κι ειδεχθές όρνιο, που αντί για κρα-κρα-κρα,
Έλεγε όλο « Ποτεπιά».
Έτσι είμουν καθισμένος, μες στις σκέψεις τυλιγμένος
Και μού έκαιγε τα στήθια του πουλιού η καυτή ματιά.
Είχα δισταγμούς και πάλι κι έγυρ’αργά το κεφάλι
Στο θρονί το βελουδένιο που το φώτιζε αμυδρά
Και χαιρέκακα η λάμπα και που Εκείνη ελαφρά
Δε θα το χαϊδέψει πιά.
Κι ένοιωσα ευθύς να περνάει αέρι που μοσχοβολάει
Από θυμιατήρι αγγέλων που ήταν γύρω μου στρατιά.
«Άθλιε», είπα, «ο Θεός δες, σου έχει στείλει νηπενθές ,
Πίνε, πίνε όσο θές κι έτσι με κάθε μιά γουλιά
Θα ξεχάσεις κείνη που’ναι στ’ουρανού την αγκαλιά ».
Είπε ο Κόραξ: «Ποτεπιά ».
«Μάγε»! φώναξα, «Ή Προφήτη! Του διαβόλου, εσύ, αλήτη,
Πονηρές δεινάμες, ξέρω, σ’έφεραν στ’αληθηνά∙
Δε φοβάσαι εσύ τα άγια κι ήρθες φορτωμένος μάγια,
Σ’ικετεύω, πές μου, θά’βρω βάλσαμο εκεί μακριά,
Βάλσαμο της Γαλαάδ για να βρώ παρηγοριά ;
Είπε ο Κόραξ : « Ποτεπιά » !
«Μάντη που κακά οιωνίζεις κι όλες τις ψυχές μαυρίζεις,
Πες μου, αν σαν κι εμέ πιστεύεις στα ουράνια τα πλατιά,
Θα βρεί η δόλια μου ψυχή στης Εδέμ την εξοχή
Τη Λενιό για να την κλείσω τρυφερά στην αγκαλιά,
Τ’άγιο σώμα της να σφύξω στην καρδιά μου όπως παλιά –
Είπε ο Κόραξ : « Ποτεπιά » !
«Νάσαι», είπα, «κολασμένος», κι αναπήδηξα οργισμένος
«Γύρισε πάλι στη μπόρα και στου Άδη τη νυχτιά!
Ψεύτη, δε θέλω να δώ ούτ’ ένα φτερό σου εδώ !
Άσε με να υποφέρω στη φρικτή μου μοναξιά,
Σύρε απ’την καρδιά το ράμφος που μού τό’μπηξες βαθυά !
Είπε ο Κόραξ : « Ποτεπιά » !
Από τότε ούτε μιλάει ούτε και φτερό κουνάει
Κάθεται με την Παλλάδα πά στη θύρα εκει ψιλά
Κι όταν με κοιτάζει μοιάζει με δαιμόνιο που ρεμβάζει
Και το φως της λάμπας ρίχνει τη σκιά του στα χαλιά
Και η δόλια η ψυχή μου απ’του Κόρακα τη σκιά
Δε θα βγεί αχ, ποτεπιά !
____________________
* στο πρωτότυπο κείμενο το όνομα είναι Lenore (Λενόρ)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|