Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132760 Τραγούδια, 271265 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Η μικρή κόκκινη παπαρούνα
 Καλημέρα... με ένα παραμυθάκι για την αγάπη και την προσφορά στο κλίμα των ημερών..
 
Η ΜΙΚΡΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, καταμεσής της απέραντης γαλάζιας θάλασσας, υψωνόταν ένας τεράστιος βράχος, πολλά μέτρα πάνω από το αλμυρό νερό και σχημάτιζε ένα μικρό και άγονο νησί, γεμάτο απόκρημνες παραλίες και απότομους γκρεμούς πάνω στα αιωνόβια βράχια. Τα απότομα βράχια ήταν άνυδρα και άγονα, κι άπλωναν κάθε μέρα το ξερακιανό κορμί τους, να λιαστεί κάτω από τις αχτίδες του ήλιου, που βολτάριζε πάνω τους, κάνοντας τον κύκλο του στον ουρανό, από τότε που ο Παντοκράτορας δημιούργησε την πλάση.
Εκεί στην άκρη του γκρεμού, παρασυρμένος από τους ανέμους που έγλειφαν κάθε μέρα τους ταλαιπωρημένους βράχους, ήρθε κι έκατσε μια μέρα να ξεκουραστεί, ένας μικρός μαύρος σπόρος. Κανείς δεν ξέρει πως κι από ποια παραξενιά της φύσης, ο μικρός αυτός σπόρος, δεν παρασύρθηκε πάλι από τον άνεμο και τις βροχές του χειμώνα παρά μόνο κρύφτηκε για να προστατευθεί από το χιονιά και τ’ αγιάζι μέσα σε μια μικρή σχισμή του απάτητου βράχου. Κι εκεί ρίζωσε….
Κι όταν έφτασε η άνοιξη ο ταπεινός σπόρος ξεπετάχτηκε πάνω στο σκληρό βράχο και ξεδίπλωσε τέσσερα κατακόκκινα σαν αίμα πέταλα γύρω του, τεντώνοντας τα στον ήλιο που του ζέσταινε το κορμί, μετά από την χειμωνιάτικη ταλαιπωρία του. Ο μικρός σπόρος είχε εξελιχθεί σε μια πανέμορφη κόκκινη παπαρούνα.
Πέρασαν αρκετές μέρες και η μικρή παπαρούνα είχε καλομάθει στο χαΐδεμα του ανοιξιάτικου ήλιου στο κορμί της, κι άρχισε να πιάνει φιλίες με τα στοιχειά της φύσης και τα θαλασσοπούλια, που την επισκέπτονταν πότε – πότε στη μοναχικό της σπίτι….
Μια μέρα, ξαφνικά, ένα βουητό ήχησε στ’ αυτιά της κι ένοιωσε τον τρυφερό της μίσχο να λυγίζει από την ορμή ενός δυνατού ανέμου που ξαφνικά πλημμύρισε το στερέωμα γύρω της.
- Γεια και χαρά σου μοναχική παπαρουνίτσα! Της είπε ο σκανταλιάρης Σιρόκος, τινάζοντας τα πέταλά της παιχνιδιάρικα.
- Γεια σου και ‘σένα αγέρι μου! Ανταπέδωσε το χαιρετισμό η παπαρούνα, χαρούμενη που κάποιος επιτέλους τη θυμήθηκε στη μοναξιά της! Τι νέα μου φέρνεις από τον απέραντο όμορφο κόσμο;
- Ο κόσμος γυρίζει κάθε μέρα, όπως πάντα, αποκρίθηκε ο άνεμος, μόνο που να! Σήμερα καθώς ερχόμουν, πέρασα από το μεγάλο δάσος, πολύ μακριά από τούτο το νησί και πρόσεξα μες στο δάσος, πάνω σ’ ένα δέντρο, ένα μικρό τσαλαπετεινό, μόνο στη φωλιά του και τη μάνα του την είχαν πιάσει κάτι παλιόπαιδα και πήγαιναν να την πουλήσουν στο παζάρι του χωριού! Και να…τώρα σκέφτομαι, πως θα επιβιώσει μόνος του ο μικρός τσαλαπετεινός….
Η παπαρουνίτσα δεν το σκέφτηκε και πολύ…
Πάρε καλέ μου άνεμε, το ένα μου πέταλο και στείλ ‛το στο μικρό τσαλαπετεινό, κι ας το βάλει στη φωλιά του για να ζεσταίνεται… κι είμαι σίγουρη πως και τ’ άλλα πουλιά του δάσους, θα φροντίσουν τον ορφανό νεοσσό και την επόμενη άνοιξη θα ‘ναι κιόλας ένα μεγάλο όμορφο πουλί…
Ο Σιρόκος, αφού το σκέφτηκε για λίγο, πήρε μαζί του το πανέμορφο πέταλο κι έφυγε για να συνεχίσει το αέναο ταξίδι του γύρω από τον κόσμο, δίνοντας υπόσχεση στην παπαρούνα ότι θα γίνει όπως επιθυμεί…
Κι η μικρή παπαρουνίτσα, απόμεινε με τρία πέταλα ανοιγμένα στον ήλιο, προσπαθώντας να γιατρέψει την πληγή που της είχε δημιουργήσει στο μίσχο της η απώλεια του πετάλου.
Λίγες μέρες αργότερα, άνεμος δυνατός, άρχισε να ταρακουνά ξανά το τρυφερό κορμί της. Αυτή τη φορά, ήταν ο Μπάτης που την επισκεπτόταν, πάνω στον μοναχικό της βράχο.
- Τι νέα μου φέρνεις από τον μεγάλο κόσμο, Μπάτη; Ρώτησε η παπαρούνα..
- Ο κόσμος γυρίζει κάθε μέρα, σαν τον ήλιο που σε καλημερίζει κάθε πρωί, από τον απέναντι ορίζοντα καλή μου παπαρούνα, της είπε ο Μπάτης. Μα… για στάσου… ναι, ναι! θυμήθηκα! Σήμερα το πρωί, καθώς ερχόμουν να σε επισκεφτώ, πέρασα έξω από το μπαλκόνι ενός σπιτιού και είδα μέσα μια νέα κοπέλα να κλαίει…
Καιρό τώρα περιμένει ένα μήνυμα από τον αγαπημένο της, που βρίσκεται μακριά. Μα δεν μπορεί να της στείλει γράμμα, γιατί είναι φτωχός και δουλεύει ολημερίς στα χωράφια ενός πλούσιου τσιφλικά, και κρατάει στην άκρη κάθε δεκάρα που βγάζει, για να μπορέσουν σε λίγο να παντρευτούν……….
Η παπαρούνα χωρίς να το πολυσκεφτεί, έδωσε ακόμα ένα πέταλο στον Μπάτη. Πάρε το πέταλό μου του είπε, και πήγαινέ το στην κοπέλα σαν μήνυμα αγάπης από τον αγαπημένο της. Και ‘γω θα βρω ένα τρόπο να καλύψω το κεφάλι μου από τον ζεστό ήλιο.
Ο Μπάτης παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, πήρε γρήγορα – γρήγορα το πέταλο στην αγκαλιά του και το μετέφερε στο πικραμένο κορίτσι. Κι έτσι η παπαρούνα, απόμεινε τώρα μόνο με δύο πέταλα,, που δεν την προστάτευαν και τόσο από τον δυνατό ήλιο και τη ζέστη, που όσο πήγαινε και γινόταν πιο αφόρητη, καθώς ο χρόνος προχωρούσε με γοργά βήματα προς το Καλοκαίρι….
Είχε μπει πια για καλά ο Ιούνιος, όταν ο Πουνέντες επισκέφτηκε αυτή τη φορά τη μικρή παπαρούνα!
- Μου φέρνεις χαιρετίσματα Πουνέντε, από τις στεριές που απλώνονται πέρα από τούτο το απέραντο πέλαγος; τον ρώτησε η Παπαρούνα.
-Βέβαια , αποκρίθηκε ο Πουνέντες, κι η γη γυρίζει όπως πάντα… μα ξέρεις καθώς ερχόμουν, πρόσεξα κοιτώντας κλεφτά από το παράθυρο ενός πλουσιόσπιτου, κάτω στο υπόγειο που έχουν για κελάρι, ένα μικρό κορίτσι που έκλαιγε. Ήταν η παρακόρη του σπιτιού και ο αρχιμάγειρας την υποχρεώνει να κάνει όλες τις σκληρές δουλειές της κουζίνας και τα χέρια του έχουν γδαρθεί από την ταλαιπωρία και έχουν γίνει όλο σκλήθρες και την πονάνε. Και το καημένο το κορίτσι είναι φτωχό και δεν έχει χρήματα ν’ αγοράσει μια αλοιφή για να μαλακώνει την πληγή της...
Αμέσως η παπαρούνα, τράβηξε και το τρίτο πέταλο από το κεφαλάκι της και το ‘δωσε στον Πουνέντε.
- Πάρ’ το του είπε, και δώσ’ το στο Κοριτσάκι να το λιώσει και να φτιάξει μια αλοιφή για να αλείφει τα χέρια της μετά από κάθε σκληρή δουλειά. Κι ας μαζέψει κι άλλα πέταλα κι εγώ θα σου πω τη συνταγή για την καταπραϋντική αλοιφή…
Κι έτσι για Τρίτη φορά η παπαρούνα έδωσε ένα ακόμη πέταλο για να ανακουφίσει κάποιον που υπέφερε περισσότερο απ’ αυτήν, κι έμεινε απροστάτευτη, μόνο με ένα πέταλο, στο έλεος του ήλιου, που αλήτευε κάθε μέρα από πάνω της.
Είχε μπει πια για τα καλά ο Αύγουστος, όταν ένα γλαρόπουλο επισκέφτηκε το γυμνό λουλουδάκι.
- Καλή μου παπαρούνα! Ψάχνω φύλλα και κλαδιά για να φτιάξω πιο γερή τη φωλιά μου, τώρα που ΄ρχεται πάλι το φθινόπωρο, για να μην την παρασύρουν οι αέρηδες και οι βροχές, όταν σε λίγο ο καιρός θα χαλάσει πια…Γιατί διαφορετικά τα παιδιά μου θα κρυώνουν και δεν θ’ αντέξουν το βαρύ Χειμώνα που βρίσκεται μπροστά μας, και του χρόνου θα ‘ναι αδύναμα κι αρρωστιάρικα και δεν θα μπορούν να αποκτήσουν δυνατές φτερούγες για να ανοίγονται πάνω απ’ τη θάλασσα και να βρουν τροφή μόνα τους. Μήπως βλέπεις εσύ εκεί που κάθεσαι κανένα κλαδάκι ή φυλλαράκι που θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω;…
- Πάρε το τελευταίο μου πέταλο, είπε η Παπαρούνα, γιατί εγώ νομίζω πως έτσι κι αλλιώς, χωρίς τα άλλα τρία μου πέταλα, δεν θ’ αντέξω για πολύ, τώρα που χαλάει πάλι ο καιρός κι αλλάζει η εποχή….
Το θαλασσοπούλι, αρνήθηκε αρχικά να αποτελειώσει μ’ αυτό τον τρόπο την πληγωμένη παπαρουνίτσα, μα εκείνη επέμεινε τόσο που στο τέλος ο γλάρος πείστηκε. Τράβηξε δυνατά το τελευταίο πέταλο από το καταπονεμένο κορμί της Παπαρούνας, και το πήρε μαζί του στην φωλιά του…
Μα καθώς ο καιρός περνούσε, ο νους του δεν έφευγε από την μικρή κι απροστάτευτη φιλενάδα του, που ήταν τώρα τελείως ξεγυμνωμένη, βορά στα καπρίτσια του φθινοπώρου και του χειμώνα που πλησίαζαν με γοργά βήματα….
Ωστόσο είχε ήδη μαζευτεί στη φωλιά του, καθώς οι μέρες κρύωναν, όλο και περισσότερο, και δεν μπορούσε να πετάει μεγάλες αποστάσεις, όπως την άνοιξη και το καλοκαίρι κι έτσι δεν μπόρεσε να επισκεφτεί ξανά όλο το μακρύ χειμώνα τη μικρή παπαρούνα.
Σαν έκανε η φύση τον κύκλο της, και η άνοιξη καλημέρισε ξανά την πλάση, ο γλάρος αποφάσισε πως ήταν η ώρα ν’ αναζητήσει το λουλουδάκι…
Πέταξε λοιπόν μια μέρα μέχρι τον απότομο βράχο, ψάχνοντας για την μικρή παπαρούνα…
Μα καθώς πλησίαζε το γκρεμό με το γρήγορο πέταγμά του, είδε το μίσχο της παπαρούνας τσακισμένο και διαμελισμένο και τους μικρούς μαύρους σπόρους που στόλιζαν το μικρό κεφαλάκι της σκορπισμένους εδώ κι’ εκεί πάνω στο βράχο…
Το γλαρόνι με δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυα του…
Κατόρθωσε ωστόσο μέσα στην οδύνη του, να μαζέψει στο ράμφος του, μερικούς σπόρους και να τους μεταφέρει στη φωλιά του…Κι εκεί αφού έκλαψε και πένθησε για την αδικοχαμένη φίλη του, άρχισε να σκέφτεται…
Ξαφνικά θυμήθηκε την ιστορία, που του είχε πει κάποτε η παπαρούνα για τον μικρό τσαλαπετεινό…
Ο γλάρος δεν έχασε καθόλου χρόνο. Το επόμενο πρωί πέταξε γρήγορα πάνω απ’ τη μεγάλη θάλασσα κρατώντας τους σπόρους στο στόμα του κι έφτασε μέχρι το μεγάλο δάσος, ψάχνοντας και φωνάζοντας το μικρό τσαλαπετεινό.
Τον βρήκε ύστερα από λίγο και του εξήγησε ποιος ήταν και τι ακριβώς ήταν αυτοί οι σπόροι που κρατούσε στο στόμα του. .Ο Τσαλαπετεινός που είχε στο μεταξύ μεγαλώσει και είχε γίνει ένα πανέμορφο και δυνατό πουλί συγκινήθηκε με την ιστορία της παπαρούνας, που κάποτε του είχε σώσει με τον τρόπο της τη ζωή και βάλθηκε να βρει ένα τρόπο να παρηγορήσει το γλαρόπουλο…
Αφού σκέφτηκε λίγο, πήρε τους σπόρους της παπαρούνας στο στόμα του, όπως είχε κάνει προηγουμένως ο γλάρος και ταξίδεψε ως την άκρη του δάσους, εκεί που άρχιζαν τα λιβάδια και τα χωράφια και απλωνόταν το καταπράσινο χορτάρι, κάτω από το φως και τον αέρα. Κι εκεί, έριξε τους σπόρους της παπαρούνας και ‘ριξε με τη μύτη του χώμα από πάνω τους, καθώς ένα χαμόγελο χαρμολύπης σχηματίστηκε στο πρόσωπό του…
Η Φύση έκανε πάλι τη βόλτα της πάνω στον κόσμο, κι ήρθε ο καιρός να φύγει το καλοκαίρι και να ξαναμπεί ο Χειμώνας, που σκέπασε τα πάντα με το άσπρο σεντόνι του, νανουρίζοντας τους καρπούς της γης και προετοιμάζοντας τον κόσμο για το πανηγύρι της Άνοιξης….
Όταν ο καιρός ζέστανε ξανά, ο Γλάρος πέταξε πάλι ως τη φωλιά του τσαλαπετεινού και τα δυο πουλιά, έφτασαν μαζί ως το μέρος που είχαν φυτέψει τους σπόρους της φίλης τους…
Κι εκεί μέσα από το χιόνι που σιγά – σιγά παραχωρούσε τη θέση του σ’ ένα υπέροχο πράσινο χαλί, ο τσαλαπετεινός και ο γλάρος είδαν καθώς πλησίασαν πετώντας το έδαφος, χιλιάδες μικρές παπαρούνες να ξεπετάγονται σιγά – σιγά μέσα από το φιλόξενο χώμα…
Κι ύστερα από λίγες μέρες, όταν είχε μπει πλέον για τα καλά η άνοιξη, ένα κατακόκκινο χαλί απλώθηκε πάνω στα χωράφια κι έφτανε ως εκεί που φτάνει το μάτι, κι ακόμα παρά πέρα….
Κι ήταν σαν μέσα απ’ αυτόν τον υπέροχο κόκκινο στρατό από παπαρούνες να χαμογελούσε η ψυχή της καλοσυνάτης παπαρούνας, που έδωσε την ίδια της τη ζωή για να βοηθήσει κάποτε, αυτούς που είχαν ανάγκη την προσφορά της…..

Γεννήθηκε το Μάρτιο του 2005



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 11
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Παραμύθια
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

ΑΝ ΜΑΣ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ
 
μηχανοδηγος
22-12-2009 @ 02:30
Νάσαι καλά ....παραμυθού....
kantadoros
22-12-2009 @ 02:36
Είναι πολύ όμορφο. ::xmas.::
oneiropola
22-12-2009 @ 02:36
Υπεροχο καταπληκτικο το διηγημα σου μπραβο Ειρηνη ::theos.::
την αγαπη μου ::hug.:: ::kiss.::
ΕΛΕΑΝΝΑ
22-12-2009 @ 02:47
::kiss.:: πω της σποράς εγινε δηλαδη!ρε ειρηνάκι λόγω των ημερών και εξαιτίας του γλάρου λέω να σου στείλω μια μεγάληηηηηηαγκαλιά από δω προς τα κει με τον ανεμο . ::love.::
sofianaxos
22-12-2009 @ 02:56
::up.:: ::up.:: ::up.::
Ναταλία...
22-12-2009 @ 03:17
Κι ήταν σαν μέσα απ’ αυτόν τον υπέροχο κόκκινο στρατό από παπαρούνες να χαμογελούσε η ψυχή της καλοσυνάτης παπαρούνας, που έδωσε την ίδια της τη ζωή για να βοηθήσει κάποτε, αυτούς που είχαν ανάγκη την προσφορά της…..

Πολύ μου άρεσε ::yes.:: ::theos.:: ::xmas.::
ΚατεριναΘεωνα
22-12-2009 @ 03:36
Η Φύση έκανε πάλι τη βόλτα της πάνω στον κόσμο, κι ήρθε ο καιρός να φύγει το καλοκαίρι και να ξαναμπεί ο Χειμώνας, που σκέπασε τα πάντα με το άσπρο σεντόνι του, νανουρίζοντας τους καρπούς της γης και προετοιμάζοντας τον κόσμο για το πανηγύρι της Άνοιξης….

ΜΑΓΕΙΑ ::up.:: ::hug.:: ::up.::
ΠΑΠΑ-ΡΙΜΑΣ
22-12-2009 @ 04:07
αν σου πω ότι διάβασα όλο αυτό το κατεβατό θα σου πω ψέματα μ΄άρεσαν όμως η αρχή και το τέλος του που τα διάβασα
::smile.:: ::razz2.::
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΘΗΛΗΣ
22-12-2009 @ 04:44
ΖΕΣΤΟ , ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ!!!! ΤΗΝ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!!!! ::up.:: ::yes.:: ::theos.::
Naiada Sissandra
22-12-2009 @ 07:13
Πολυ ομορφο Ειρηνη μου!
μπραβο,θελουμε κι αλλα παραμυθακια,
ολοι τα εχουμε αναγκη ::yes.:: ::hug.::
ΜΝΗΜΩΝ
22-12-2009 @ 14:32
Ειρήνη βρήκα χρώματα και βρήκα και ελπίδα
βρήκα καρδιάς αρώματα και ζήσης ηλιαχτίδα
στην παπαρούνα την μικρή την κατακόκκινή σου
που την δική σ(ου) έχει ψυχή και την αναπνοή σου.....

Ειρήνη μου υπέροχο και μαγευτικό ταξείδι με διδαχή που μας έχει λείψει. Αριστούργημα.

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο