Μην τον κοιτάς ...τρελός στα μάτια ο Σταύρος
Τα όντα του κατακερμάτισαν τον σβέρκο στις συμπληγάδες
Στα πεθαμένα κούρνιασε μία ηλίθια Τρίτη
Ινδοί, Singh απ’ το Παντζάμπ και Rom με εβραίϊκο χρυσό στα δόντια
τον ρένουν με της κηδείας τα χώματα και λάδι απ’ τα καντήλια
Τρίζει η σκόνη στα παπούτσια της γριάς, με τρία πόδια τα γερόντια
Ως όταν Νουβέλ βάγκ με σακίδιο και ρώσικη μπουκάλα
Κουβάρια στο πλακόστρωτο τους μάρκαρε με ελληνικά graffiti
Ευτυχισμένος έγλυφε για παγωτό το χιόνι
Στα πιο τρελά του οράματα ρωτούσε τον Ιαβέρη:
“Μπορεί ο θεός να φτιάξει μιά πέτρα τόσο μεγάλη,
ώστε, να μην μπορεί να την σηκώσει;”
Τον άρπαζε ο Παπάς με στίχους της Αγίας Γραφής να τον απαλύνει…
Είχε και σε να σβαρνάς την σκέψη του πολυαγαπημένη…
Είχε και το πρόσωπο του νεκρού πατέρα, ένας λυγμός τον έπιανε...
Σφήκες, ψαρόνερα και στα βαρέλια ξύλα, μύρισε το σαλέπι
Στον μελάμπεπλο βαρκάρη εμπρός, παίζει τα κεχριμπάρια