| Χαραυγή στην άδεια Κεντάκι Μπουλεβάρ.
Έξι παρά τέταρτο.
Και δυό τσαχπίνες αφρικάνες,
έλιωναν στα μισά του παραδείσου.
Ο επιθεωρητής Μπέργκερ, θεόρατος,
κόμπασε για λίγο...
Έβγαλε τις χειροπέδες
απ' την δεξιά του μπότα.
Οι άδειες είχαν ανασταλεί,
εκείνη την χρονιά.
Οι θεριστές ήταν άγγελοι,
με διαβολικά χαμόγελα.
Στο διηνεκές ξάπλωσε ο αμούστακος,
μ' ένα σιτάρι παρά δόντας,
να ξερογλύφεται για κείνη, που, ανάσκελα,
μ' ό,τι έβρισκε ξερογλυφόταν.
Η δοξασμένη Μαριγώ, ξακουστή
στην κάτω γειτονιά του Μπέη Μπιτς,
μιας αχαλίνωτης Μπιρμπίλως η ξαδέλφη,
κοντοστάθηκε για λίγο.
Φοβήθηκε, καθώς μέσα της σιγόβραζε
το κατσικάκι απ' το χωριό.
Όχι! Δεν ήταν κείνη απ' αυτά τα μέρη,
αλλ' απ' την Ουψάλα της Ελλάδας!
Το ανυπέρβλητο Βοϊδοχώρι,
εκει όπου οι μπεκρηδες πρόσταζαν,
μα κανείς δεν τους άκουγε,
ούτε τους είχε δει ποτέ.
Μέσα στην άγρια ξενιτία,
στο πρωινό του χαροκαμένου νταβατζή,
αρνήθηκε! Αρνήθηκε ν' αφήσει,
τις κοτσίδες να μακρύνουν!
Γιατί κοτσίδες, κι άλλα τιμαλφή,
δεν ταίριαζαν της Μαριγώς!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 8 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|