|
[color=black][font=georgia]Νοθρά το αγρίμι κοίταξε από την κουπαστή
Το ανθρωπολόι που έφτανε και πήδηξε στο μόλο
Της μπίντας βγάζει τη θηλιά με τέχνη θαυμαστή
Του καϊκιού , του χάρβαλου , που είχ’ αυτός για στόλο
Γελούσε που ξανοίγοταν και σβήναν οι θωριές
Εκείνων που βλαστήμαγαν και που πετροβολούσαν
Κι ώσπου που τις καλύψανε των γλάρων οι κραυγές
Που σαν κι αυτόν ολόχαροι γελούσαν και πετούσαν
Με ένα χελιδονόψαρο πάλευε η μηχανή
Που ίσως κάποιου Τρίτωνα να ήταν αποκρισάρης
Του κάβου ποιός θα πέρναγε πρώτος την κεφαλή
Που μάτιζε και ξέφτιζε ήλιος παραγαδιάρης
Ακόνι στο μαχαίρι του , μαχαίρι στα κλειδιά
Κι η κόντρα σέρνει πίσω της πέντε-έξι τρεχαντήρια
Ο ήλιος λιποθύμησε σαν έφτασ’ η νυχτιά
Μες το σκοτάδι θα κανε όλα της τα χατήρια
Μες το σκοτάδι χάθηκε του κόσμου ο τρελός
Αυτός που έβαλε φωτιά και έκαψε τρία σπίτια
Που έκαψε και την εκκλησιά όπου πήγαινε μικρός
Και στα καντίλια πέρναγε αντί φυτίλια, φύκια
Ίσως να το ‘χε θέλημα, δεν είχε αφορμή
Κανείς μας δεν τον πείραξε, κανένας δεν τον ξέρει
Μου ΄ρχεται ένα όνομα στα χείλη μια στιγμή
Που το ‘χε με τα κόκκινα γραμμένο στο μαδέρι
Και μια γυναίκα του χωριού που είχε παντρευτεί
Κάποιο δικό μου ξάδερφο αυτό το καλοκαίρι
Είπε δεν τονε ήξερε κι ούτε τον είχε δει
Κι ας το δικό της όνομα έγραφε στο μαδέρι...[/color][/font]
{Α}
|
![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | | Στατιστικά στοιχεία | | ![](skin/images/spacer.gif) | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | ![](skin/images/spacer.gif) | | | | ![](skin/images/spacer.gif) |
|