| έρχονται μέρες που ξυπνάς από το λήθαργό σου
κι απ’ τη βαθιά που σ’ έκλεισε μέσα η ζωή θαλάμη
βγαίνεις, σελώνεις το λευκό που χλιμιντρά άλογό σου
πιάνεις τα γκέμια της ζωής σφιχτά μες στην παλάμη
κι όπως ξεχνάς όσα καιρό τώρα παπαγαλίζεις:
την άγρια γλώσσα της σιωπής της μοναξιάς τα λόγια
μαθαίνεις: είναι ανώφελο στα πίσω να γυρίζεις
και πως δεν θέλει ο θάνατος θρήνους και μοιρολόγια
κάτω απ’ αψίδα θριαμβική, περνάς, ουράνιου τόξου
τα σύννεφα μεριάζουνε , και να σου ο ήλιος βγαίνει
και αυλητρίδες παίζουνε του βίου σου του αδόξου
το ρέκβιεμ, με διπλούς αυλούς … κι ο νους σου δε χορταίνει
πριν ξημερώσει από ψηλά, βλέπεις την Προποντίδα
κι απ’ τα νερά της κάτωθε από ακριβό φιλντίσι
η αιώνια στη μνήμη σου καρτερική πατρίδα
που πόντισε το ηφαίστειο χωρίς να την γκρεμίσει
λάτρεψες όσα ανάξια ήταν να τα λατρέψεις
και είδωλα προσκύνησες που επίχρυση είχαν λάμψη
μα ήρθε ο καιρός που πρέπει πια σ’ εσένα να πιστέψεις
στη δύναμή σου πως μπορείς τον κόσμο όλο να αλλάξεις
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|