| [color=fuchsia][B]ΤΑ ΝΑΡΚΩΜΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ[/B][/color]
[color=purple][B]Όμορφα ευωδιαστά τριαντάφυλλα στόλιζαν τον καταπράσινο κήπο. Ο ήλιος ζέσταινε τα τρεμάμενα φύλλα τους από τον παγωμένο το βοριά, αλλά το φύσημα του ζεστού νοτιά στέγνωνε τις σταγόνες βροχής που είχαν απομείνει στις άκρες τους, σβήνοντας τα ίχνη από τις δροσοσταλίδες που στάλαζαν ευλαβικά από τα ήσυχα ρυάκια του ουρανού. Σύννεφα γκριζωπά σκίαζαν το χαρούμενο χρωματιστό μυρωδάτο κήπο, δίνοντάς του νότες μελαγχολίας, κατήφειας και μοναξιάς. Μοναξιά συνεχιζόμενη χωρίς σταματημό. Κατήφεια ελεγχόμενη με συνεχή θυμό. Μελαγχολία δυνατότερη από ισχυρό σεισμό. Οι πεταλούδες πετούσαν κυνηγημένες να γλυτώσουν από τις απόχες που κρατούσαν μικρά παιδιά στα χέρια, και έτσι κατευθύνονταν σε εκείνο το κήπο. Μα η θλίψη και ο σπαραγμός του κήπου, απωθούσαν την ευαισθησία τους και χάνονταν μακριά…όπου τελικά αιχμαλωτίζονταν σε χέρια διψασμένα για αίμα και εκδίκηση. Στο δρόμο συναντούσε εύκολα κανείς σκόρπιες νεκρές πεταλούδες χωρίς ζωή...για λίγο αισθάνθηκαν ελεύθερες και ευτυχισμένες. Μα ξέχασαν το τραγούδι τους να μου πουν…εκείνο που ψιθύριζαν καθώς άνοιγαν τα πολύχρωμα φτερά τους, προσκαλώντας και εμένα στο μαγικό τους ταξίδι…και εγώ άπλωνα ταπεινά το φτωχό μου χέρι να αγγίξω το μεγαλείο του ουρανού. Οι μέλισσες δεν έπαιρναν πια τη γύρη από τα υπόλοιπα λουλούδια που είχε ο κήπος, γιατί κάποια ήταν ραντισμένα με το ποτήρι της οργής… και έτσι βομβώντας στρέφονταν όσο μπορούσαν πιο μακριά.
Τα τριαντάφυλλα έπεσαν σε χειμέρια νάρκη, σαν τις αρκούδες που κοιμούνται βαθειά τις κρύες μέρες του χειμώνα. Μα με την άνοιξη ξυπνούν και με λαχτάρα επιθυμούν να κλέψουν το μέλι που κόπιασαν οι μέλισσες με ζήλο και προκοπή. Τα δύστυχα εκείνα τριαντάφυλλα ναρκώθηκαν για πάντα. Ο ουρανός δεν έριχνε βροχή να τα δροσίσει…ο ήλιος δεν φώτιζε να τα ζεστάνει. Μονάχα τους δάκρυζαν… ώσπου έπνιξαν το χτύπο της καρδιάς τους. Σταγόνες δηλητήριο σφράγισαν τα όνειρα για πάντα. Εκμαγεία από αγάλματα λουλουδένια στόλιζαν το κήπο. Τριαντάφυλλα που δεν ξεραίνονταν πια, δεν μοσχοβολούσαν, δεν μαραίνονταν, δεν είχαν ανάγκη τη ζεστασιά του ήλιου, ούτε το άγγιγμα των ανέμων στις παρειές…ναρκωμένα τριαντάφυλλα στο κήπο ξεχασμένα, χωρίς πόνο πια και δάκρυ…λουλούδια που στολίζουν την ωραία κοιμωμένη στα μακρινά τα παραμύθια. Κοιμωμένη ομορφιά και εκείνα σαν εκείνη τη κοιμωμένη και εγκαταλελειμμένη, μα μαρτυρουμένη σε γραμμένες σελίδες του παραμυθιού. [/B][/color]
[color=fuchsia][B]Ο κόσμος μέσα από τα καστανά μου μάτια.
Ελευθερία 24 ετών[/B][/color]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|