|
Ο άνθρωπος που άνεμοι τον βάραιναν
Κομματιασμένους άκουγε τους ήχους
Κι ήταν η αγωνία του
Έστω κι ένας
Ακέραιος εντός του ν’ αντηχήσει.
Ήταν φορές που εκλιπαρούσε
Το βλέμμα των άλλων
Μολύβι πύρινο τις σάρκες του να γράψει
Ριχνόταν με μανίας βλέμμα στις κραυγές τους
Τρυγητής σε βυθούς κοραλλένιους
Θαρρούσε πως ήταν.
Και μοναχά στο τέλος της μέρας, σαν έψαχνε έστω κι ένα ρήμα να χωρέσει ολάνθιστο στη μνήμη του, κι αντίκριζε μια λίμνη ξεραμένη και σκιαγμένα πουλιά στο βυθό της,μονάχα τότε σώπαινε πικραμένος. Κι έπιανε ξανά τον Όμηρο κι άκουγε τότε στα λόγια του ήχους ακέραιους, λες φερμένους απ’ αλλού.Μα το’ νιωθε πως ήτανε μονάχα ψίθυροι που’ ρχόντουσαν από μέσα του.Τον ήχο τον ακέραιο που’ ψαχνε απ’ έξω ποτέ δε βρήκε. Ούτε την περιλάλητη γαλήνη που τόσο πόθησε .
Και λούφαζε στο χάρτινο βασίλειο
Και γίνανε τα λόγια των τριγύρω του θηλιά
Κι οι άνεμοι του πλέξανε στεφάνι αδιαπέραστο
Στων άλλων τη βοή
Στων άλλων την ολότελα άγνωστη
Μα τόσο αγαπημένη –αλήθεια- γλώσσα.
[ Ρητορική ένδεια, Βακχικόν 2013 ]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|