| Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα κήπο μακρινό,
ζούσε ένα μικρό δεντράκι, που ‘χε ένα όνειρο τρελό:
«Θέλω τόσο να πετάξω, στον ουρανό ψηλά να φτάσω,
μα οι ρίζες που φορώ με κρατούν γερά εδώ».
Έρχεται τότε ένα πουλάκι και λέει στο μικρό δεντράκι:
«Φίλε μου, μην στεναχωριέσαι πια!
Πούπουλα σωρό θα κολλήσω στα κλαδιά
κι όταν ο άνεμος φυσήξει θα σε πάρει μακριά!»
Μα ο άνεμος τα πήρε τα πούπουλα τα απαλά
και το δέντρο μας δεν πήγε ούτε βήμα μακριά.
Έρχεται το συννεφάκι και λέει τότε στο δεντράκι:
«Φίλε μου τη λύση εγώ έχω για σένα!
Τα χέρια μου θα ανοίξω και γύρω σου θα τυλιχτώ.
Και αγκαλιασμένοι έτσι σφιχτά θα πετάξουμε ψηλά.»
Φύσηξε - ξεφύσηξε το συννεφάκι δυνατά
μα το δέντρο μας δεν πήγε ούτε βήμα μακριά.
Η βροχή έρχεται τότε και λέει στο δέντρο μυστικά:
«Τις στάλες μου για σένα θα ενώσω
μία-μία σε σχοινί γερό
και έτσι ψηλά θα σε τραβήξω μέχρι να πιάσεις ουρανό.»
Τράβηξε η βροχή αριστερά, τράβηξε και δεξιά
μα το δέντρο μας δεν πήγε ούτε βήμα μακριά.
Έκλαψε τότε το μικρό δεντράκι και έλεγε με παράπονο πικρό:
«Θέλω κι εγώ στα αστέρια μια ευχή να αφήσω
και στο γαλάζιο ουρανό να κολυμπήσω.
Τα σύννεφα να κάνω μαξιλάρι
και με αερόστατο να πάω στο φεγγάρι.
Με τους χαρταετούς θέλω να παραβγώ
και με την αστραπή να παίξουμε κρυφτό»
Σκύβει τότε η μαμά και του λέει γλυκά-γλυκά:
«Μικρό αγαπημένο μου δεντράκι,
αν θες στ’ αλήθεια να πετάξεις,
στους ώμους δεν χρειάζεσαι φτερά,
μα τα όνειρα σου να έχεις συντροφιά.
Ρίζες βαθιές στην αγάπη να απλώνεις
και με της φαντασίας το νερό να μεγαλώνεις.
Και με τα γερά σου τα κλαδιά, μέχρι τον ουρανό ψηλά,
έτσι τα σύννεφα θα γαργαλήσεις
και του Ήλιου τις αχτίδες θα φιλήσεις.
Η αστραπή τα μυστικά της θα σου πεί
κι ο άνεμος στις φυλλωσιές σου θα κρυφτεί.
Με ασήμι από το φεγγάρι θα λουστείς
και μ’ αστερόσκονη στα φύλλα σου θα κοιμηθείς.»
Έγειρε τότε χαρούμενο το μικρό δεντράκι για φιλιά
στης μαμάς την αγκαλιά
και δεν ζήλεψε ξανά
τα πουλιά που έχουν φτερά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|