| Θυμάμαι στα πετρινα τα χρόνια της μοναξιάς,που κάποιο απόγιομα ,τα βήματα μου με οδήγησαν στο πιο κοντινό ΚΑΠΗ για ένα καφεδάκι.
Αποτόλμησα να τους πιάσω κουβέντα,αλλά εισέπραξα περιφρονητικά χαμόγελα,απο ανθρώπους που κονταροχτυπιοντουσαν μανιασμένα με την μοναξια τους,μεσα απο βρισιες και αναθέματα,πάνω σ ενα καταταλαιπωρημενο τάβλι..
"Μάριε δεν είναι ο κόσμος σου αυτός, δεν είναι για τελείωμα η ζωή σου με τα ζάρια και τα πούλια στα χέρια".
Βγήκα έξω και καθώς βράδιαζε κατευθύνθηκα στη Γλυφάδα. Κάθισα σ ένα παγκάκι και άρχισα να κλαίω μονάχος, κοιτάζοντας τα βρώμικα νερά μπροστά μου, που ανάδευαν εικόνες θολές και μπερδεμένες,απο τον άδικο χαμό της συντρόφου μου.
Κάποια στιγμή πλησίασε ένα κότερο,..μου πέταξαν το σχοινί και έσπευσα να το περάσω στη δέστρα.
Βγήκανε έξω δυο μικρά παιδιά και τρέξανε προς το μέρος μου χαρούμενα, ξοπίσω τους οι γονείς μισοζαλισμένοι.
Κάθισαν στο παγκάκι το ένα αριστερά και τ άλλο δεξιά μου.
Μετά πλησίασαν οι γονείς και ο πατέρας τους μου έδωσε..φιλοδώρημα, λέγοντας μου "σ ευχαριστώ φίλε".
Το επέστρεψα με δάκρυα στα μάτια. Ήταν το πρώτο φιλοδώρημα που μου έδινε η ζωή μετά απο τόσους θανάτους και συμφορές και το απαρνήθηκα. Όμως κράτησα βαθειά μες την ψυχή εκείνο το "ευχαριστώ" που άκουσα.
Σ ευχαριστώ άγνωστε εκείνης της φρικτής βραδιάς, αν ήξερες τι δύναμη μου έδωσε το "ευχαριστώ "σου,αν ήξερες..
Μαράκος
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|