|
Τ αδύναμα τα χέρια του άπλωσε, τα κοφτερά τα ράμφη ν απωθήσει μακριά του, αυτά που κατατρώγαν ολημερίς τα σωθικά και την ψυχή συνάμα..
Θεοί τιμωροί τον είχανε δεσμώτη σε τούτη την απεραντοσύνη της ψυχρής πέτρας,που δεν λυπόταν τίποτα και πιότερο Τιτάνες εκπεσόντες..
Όμως ετούτη τη φορά κατάφερε απ τα δεσμά του να λυθεί,όχι μονάχος,μα με γυναίκας τη λύπηση, που με θάρρος περισσό σκαρφάλωσε και με χέρια στιβαρά και λιονταριού ψυχή σ εκείνα τα απάτητα για τους θνητούς βουνά.
Της κράτησε με χέρι πούτρεμε το απαλό της χέρι,στα χνάρια της πιστός ακόλουθος ως τα ριζά του βράχου,που απομεινάρια ανθρώπινα τον είχανε ζωσμένο.
Εκεί τον άφησε μονάχο,χωρίς λέξη απ τα χείλη να ψελλίσει, ούτε ένα αντίο πρόκανε να πει...
Χάθηκε μες τα ξαφνικά λες και η Γαία χάσμα άνοιξε μπροστά στα βήματα της, σαν τιμωρία για τον Τιτάνα που του άπλωσε με ανθρωπιά το χέρι να ξεστοιχειώσει τα όνειρα του.
Αγκομαχώντας απ του κορμιού την απραξία, που το περπάτημα αιώνες είχε ξεχασμένο, καλύβες θνητών αντάμωσε και γέλια παιδιών να στροβιλίζονται με χάχανα και νάζια μέσα σε φώς που δωρισμένο απ τη φωτιά, σκιές ζωγράφιζε στους τοίχους,να σέρνουν το χορό της νύχτας που γοργόφτανε στον κάμπο.
Ζήτησε μιά στάλα δα νερό να πιεί γιατί πολύ διψούσε, ομως με τις πετριές τον αποδιώξανε και με οργής φωνές τον αποπήραν..άνθρωποι απο λάσπη και αίμα σμιλεμένοι..
Με ματωμένους τους μηρούς και την καρδιά απ τους ανθρώπους σκυλεμένη, τον δρόμο ευθύς του γυρισμού ψηλάφισε μες το σκοτάδι πούπεσε πυκνό για νάβρει.
Δεν είχε όμως τη φωτιά μαζί για να του φέξει ,αυτή που στους θνητούς δώρο τρανό για τη ζωή τους έκαμε και πάμπολα δεινά του φόρτωσε να έχει συντροφιά του.
Μες τα τυφλά σκαρφάλωμα στους κοφτερούς τους βράχους κάνει,
Κάτω του χάσκει το κενό, δεν σταματάει όμως κι ας σκίζονται οι σάρκες του ,άχνα αυτός δεν βγάζει.
Θέλει τα όρνια πια και μόνο αυτά για συντροφιά του ναχει, πιότερο απ των ανθρώπων τις πέτρινες καρδιές που οίκτο δεν γνωρίζουν
Μαράκος
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|