| Πέρ’ από ίσκιους, που το φως τους σβήσαν
κι από φωνές τρελών σε παραμύθια,
πέραν αυτών που ζουν από συνήθεια,
που στέκονταν και λεν πως περπατήσαν.
Όσοι ξυπνούν, και θέλουν που ξυπνήσαν,
μ’ όνειρα που ‘γιναν γι’ αυτούς αλήθεια,
όσων που καίνε φλόγες μεσ’ στα στήθια,
από τις ροδαυγές που αντικρύσαν.
Χιλιάδες κύμματα, δεν τους αγγίξαν.
Νωρίς σηκώθηκαν, για να γιορτάσουν,
τη νίκη, καθώς μέσα τους κυλούσε.
Δυό κρίματα, ανάλαφρα, τους σφίξαν.
Την θύμηση, δε θεν να ξεπεράσουν,
εκείνης, που τη νύχτα τους φιλούσε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|