|
Σε κάποια φυλακή για ανηλίκους
γνώρισα το Γιωργή τον «κουρεμένο»,
που ΄χε ρημάξει λένε στο χωριό του
ό,τι ήταν φανερό ή τρυπωμένο.
Μ΄ αφού ΄χε το παιδί και Θεού φόβο
σκέφτηκε πριν τον πάρουνε φαντάρο
θερμή εξομολόγηση να κάνει,
να ΄χει έτσι με το μέρος του το χάρο.
Μα ο παπάς που ήτανε συγχρόνως
το άλλο χέρι της εννόμου τάξης
τύλιξε το Γιωργή μέσα σε κόλλα.
«Θα πας στη φυλακή για να αλλάξεις».
Μα ο Γιωργής καλό παιδί ως ήταν
δεν άντεχε μαζί με τα θηρία,
εδάκρυζε, κι όλο μονολογούσε:
«πως μου ΄ρθε του παπά η ευλογία;»
Θυμότανε τα παιδικά του χρόνια,
πως έτσι ωραία κύλαγαν οι μέρες,
άλλοτε φασαρία στην αλάνα
κι άλλοτε με τους φίλους πα στις ξέρες.
Κι άλλες φορές που δάκρυζε στ΄ αλήθεια
ήταν όταν τον βρίσκαμε στημένο
να καρτερεί μπροστά στο παραθύρι,
κι όλο έλεγε: «εγώ θα περιμένω».
Η μάνα του δεν άντεξε στον πόνο
δε χώραγε η φυλακή στο νου της
ως και στα τελευταία της τα λόγια
έλεγε πόσο έμπλεξε ο γιος της.
Οι χωριανοί ανασάναν επιτέλους
κι όλο έλεγαν στη φυλακή θ΄ αλλάξει.
Μα ένα πρωί τον βρήκαν κρεμασμένο
με το σχοινί που ο ίδιος είχε φτιάξει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|