| Άντε και να περίσσευε ένας στίχος
στο τραπέζι εκείνο
με τις καλησπέρες της Κυριακάτικης μάζωξης .
Χίλιες κουβέντες αχνιστές και τόσα τρύπια
θαύματα , χωρούσανε σε ένα ζεστό καρβέλι .
Κι ήταν και εκείνο το κρασί
που ‘χε παλιώσει στα χέρια μας , κάθε γουλιά
και ένα τραγούδι ασπρόμαυρο .
«Γεια μας» φωνάζαμε κι υψώναμε
τα ποτήρια μας στους ουρανούς για να
πετούνε ελεύθερα .
«Γεια μας» κι όλο μεθούσαν οι στιγμές
που ‘χαν φορέσει οι κορνίζες
του δρόμου μας .
«Γεια μας» και βρίσκαμε στις τσέπες μας
χαμόγελα τσαλακωμένα και φοβισμένα
να αντικρίσουνε βλέμματα .
Ανοίγαμε τα παράθυρα αγκαλιάζαμε
τους ανέμους και κλείναμε τη δροσιά τους
στα στήθια μας .
Παίρναμε μια χούφτα χώμα και ξέραμε
πως μύριζε αλλιώς , όπως ο κόσμος
που θέλαμε να ανθίσει στην αυλή μας .
Κι είχαμε δανειστεί από τον ήλιο
τις αχτίδες του για μαχαίρια
να καίνε τις πληγές πριν να τις κόψουν .
Ούτε που θέλαμε πολλές μπουκιές ζωή για να χορτάσουμε .
Άντε και να περίσσευε ένας στίχος
σε τούτο το τραπέζι το Κυριακάτικο .
Ίσα για να γραφτεί το βράδυ που γύριζες σπίτι
με τα βήματά σου για συντροφιά μονάχα .
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|