| τόσα ποθούσα για μας, όσα τα αστέρια στο στερέωμα
και μόνο απ’ την αγάπη σου έπαιρνα δύναμη
να ξεπερνώ την ατολμία της σάρκας
και να οδηγώ την ψυχή μου ελεύθερη,
μέσα από σκιερές παρόδους οικοδομημένες από άνεμο,
στο θέατρο που κείτεται στο λόφο
χορταριασμένο πια και ποτισμένο μαρμαρένια ερείπωση
σαν τιμωρία σαν τίμημα που γνώρισε καλά
την προαιώνια υποκρισία των ανθρώπων.
η μνήμη μόνη της δεν μπορεί να σε παραστήσει
μονάχα η ποίηση μέσα απ’ την υπερβολή της
μπορεί να σχεδιάσει το περίγραμμά σου
έτσι που ανοίγοντας το κυανό διάστημα του ουρανού
να σε φαντάζομαι παντάνασσα στα σύννεφα,
αφέντρα των καταιγίδων και των κεραυνών,
θάλασσα όπου μέσα της καθρεφτίζεται
ολάκερος μου ο κόσμος.
πως ήρθες; με ποια μυστήρια παλίρροια έφτασες ως εδώ
σε τούτο το ξερό τοπίο που δεν το χε βρέξει κύμα;
πως αναρριχήθηκες στους γκρεμούς μου
και πως καθοδηγούμενη απ’ τον άνεμο
ήρθες και κίνησες με μιας τις φτερωτές του νου μου;
γνωστή ήταν η μορφή σου στα νερά
οικεία στα πελάγη και στα θαλάσσια χάσματα
και στα βουνά με τα πελώρια έλατα και με τα κυπαρίσσια
κι όμως κανένας, τίποτα δεν είχε προαναγγείλει την έλευσή σου.
πιο γρήγορα χτυπά η καρδιά, στη θύμησή σου
πιο γρήγορα ο αέρας βγαίνει από μέσα μου
σαν να ανέβηκα ξιπόλητος τα χίλια σκαλοπάτια
μέχρι το μοναστήρι το άσπρο της κορφής
όπου ασκητεύει έκτοτε μέρα και νύχτα ο νους μου
χωρίς φαί, χωρίς νερό
μονάχα με την επιθυμία να αγγίξω τη θέωση
που ευγενικά μου υποσχέθηκε η φωνή σου
μια νύχτα που γυμνή σε έλουζε το φεγγάρι.
κώδικες που άνοιγαν κεκλισμένες πόρτες τα λόγια σου
φτερά τα χέρια σου που ως τ’ άπλωνες απάνω στα δικά μου
ένιωθα κάτω μου κενό, μα δίχως να με νοιάζει.
τώρα με ποιον μιλάς, ποιον αγκαλιάζεις
αντί να βρίσκεσαι εδώ;
και γιατί τα ίχνη σου να είναι πια λέξεις από ποιήματα
που πάντα αρχίζουν και ποτέ δεν τελειώνουν
κι είναι όλα τους γραμμένα σε χρόνο παρελθοντικό
δίχως ελπίδα μέλλοντος;
μέσα από κοχύλια και του πελάου αντιφεγγιές
και μέσα απ' τα κοράλια των βυθών είχες θηρέψει τον έρωτα
κι έμαθες να αγκαλιάζεις σαν θάλασσα που με κενώνει απ’ τη βαρύτητα
κι ήξερες καλά πώς να βάφεις την απουσία σου με κόκκινο
από τον κόσμο τούτον
που αποδείχτηκε ανάξιος να σε κρατήσει….
τώρα από την απόσταση του χρόνου που με χωρίζει απ’ το τότε
σε ξαναβαφτίζω στη δεξαμενή των καθαρμών
και σ’ ονομάζω πελώρια λάμψη των ματιών
εφήμερα εκτυφλωτική,
παροδική που μόνιμα με σημαδεύεις…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|