| Ηταν ενας καροδρομος,
σκετο νταμαρι.
Mια κατηφορα,
σκετος γκρεμος.
Ξεκιναγε απο ψηλα,
απο το χωριο,
διεσχιζε την πλαγια,
εκεινη με τις πεζουλες των χωραφιων,
και τελος χωνοταν μεσα στην χαραδρα.
Εκει, κατω απο την σκια των πλατανιων,
που οι φτερες, σαν φιδισια σαλια,
τυλιγονταν γυρω απ'των δεντρων τα κορμια,
ο δρομος χανοταν εντελως απο ανθρωπου ματι.
Εκεινο το διχως φως μονοματι,
κατεβαινε τωρα ο μικρος.
Ενα μικρο μαυροτσουκαλο αγορακι,
το λεγαν Δημητρακη,
(αγνωστου πατρος)
"Ο Δημητρακης της Χρισταινας",
τον 'λεγαν ολοι
Αγνωστου πατρος ,
μα που ολοι ξεραν "ποιος",
Ηταν του Χρηστου γιος,
Του Παναγη ο εγγονος
Φαμελια παλια,
πλουσια,
αρχοντικη...
Αρχοντοπουλο ο Χρηστος,
δεν του 'πρεπε τετοια γυναικα,
διχως σπιτι,
διχως γενιά,
διχως ονομα...
Κι εμεινε μονη,
μ'ενα μπασταρδο στην αγγαλια,
κι ενα "Χρισταινα" να την ακολουθει.
Βεβαια, Χρηστο λεγαν και τον γονιο της,
μα ολοι την λεγαν Χρισταινα,
και 'νοουσαν αλλο...
Αυτος ηταν ο Δημητρακης της Χρισταινας
Της πιο φτωχιας,
της πιο μονης,
που 'κανε το λαθος να αγαπησει,
τοτε, εννεα χρονια πριν...
Μονος κι ο μικρος,
του χωριου το "μπασταρδο",
αποκλεισμενος απο παντου
Ηταν μονο ενια,
μα δεν το αντεχε αυτο,
καλιο μονος εντελως.
Ετσι καθε μερα επαιρνε το μονοπατι.
Μες την χαραδρα και μετα ισα κατω,
μεχρι λιγο πριν την βοτσαλια.
Κει που ισιωνε το ρεμα,
που ηταν το γεφυρι το παλιο,
στου πάπου του, του Παναγη τα ποτιστικα.
Δυο χωραφια, ενα σε καθε οχθη.
Θα'ταν ισα με ενα στρεμα το καθενα,
μα μπορει και λιγο παραπανω.
Μα δεν το'ξερε ο δολιος,
δεν του'χανε πει ποτε.
Σα να'ταν η μοιρα, ντυμενη σειρηνα,
με φωνη, του ρυακιου κελαρυσμα,
που τον πλανευε και τον καλουσε,
εκει στης φαμελιας τα μερη
Ερμα απο καιρο, του Παναγη τα χωματα,
απο πριν να γενηθει ο Δημητρακης.
Πεθανε ο γερο-Παναγης,
τα παρατησαν, παιδια και 'γγονια.
Καθε μερα 'ρχοταν ο μικρος,
εμπαινε στην σαπια πια καλυβα,
καθαριζε, μπαλωνε, μαζευε,
και μετα εξω στα χωραφια.
Εσκαβε, ξεχορταριαζε, φυτευε..
Ναι φυτευε,
μπορει μεγαλος να μην ηταν,
μπορει μπασταρδο να ηταν,
μα ενα μικρο κηπακι το'χε κανει,
εκει στη δεξια την μπαντα.
Με τις ντοματες, τα κρεμυδια, τις πιπεριες
κι αλλα...
και δυο φασολιες να ανεβαινουν στον τοιχο της καλυβας
και ενα κλημα κρεβατινα, απλωμενη πανω στα καλαμια...
Και δυο γλαστρες με λουλουδια,
να'χει το μπασταρδο, λιγο μυρωδια και λιγο χρωμα.
Εκει περναγε της μερες του ο μικρος,
εφτιαγνε τον κοσμο του, τον δικο του,
τον κοσμο στον οποιον ηταν αποδεκτος.
Μεχρι που κατεβηκε ο Μανωλης,
του Παναγη ο εγγονος.
Ο κανονικος...
ο πιο πρωτος απ τους δεκα,
κι ο πιο σκληρος...
Κι ο Δημητρακης ηταν απλα ενας μικρος,
και μπασταρδος,
κι αδυναμος,
και μοναχος.
και τωρα πια, μαυρος και μελανιασμενος.
Και με τα λογια του Μανωλη ακομα να αντηχουν,
"Τουτο το χωμα ειναι δικο μου"
"Αμα θες γη, να πας να βρεις και να αγορασεις"
"Η ακομη ακομη να πα να κλεψεις,
μα αλουνου τα χωματα"
"Τουτο 'δω το χωμα ειναι δικο μου"
Μπασταρδος ο Δημητρακης,
μα την κλεψια δεν την ειχε στο μυαλο.
Μα ποναγε η μπασταρδια,
ποναγε πολυ, δεν μποραγε να αντεξει.
Υπομονη κι υπομονη,
και φυγαν δυό χρονια ακομη.
Και πεθανε η μανα,
η ντροπιασμενη,
που 'κανε το εγκλημα,
ν'αγαπησει,
και να γενησει,
φανερα...
Που'κανε το ενγλημα να μην ακουσει,
να μην κρυφτει πανω στην ραχια,
να μην γενησει στα κρυφα,
το μωρο της να μην πνιξει,
ενα βραδυ δολιο μ'αστρα σκοτεινα...
Πεθανε η μανα, καταμονος ο μικρος,
εντεκαρης λευθερος τωρα,
διχως τιποτα να τον κρατα.
Εφυγε για αλλου,
μ'ενα ονειρο κι ενα σκοπο.
Να γινει δυνατος, να καμει λεφτα,
να'ρθει πισω,
να κανει δικο του το χωμα π'αγαπα...
Εφυγε για αλλου...
κατεβηκε στην μεγαλη πολιτεια,
Εντεκα χρονω παιδι,
μονο...
μα μπασταρδο δεν ηταν πια...
Δουλεψε,
πολυ...
Εξι το χαραμα σηκωνοταν,
μεχρι βραδυ οικοδομη,
μετα πισω στ' Αποστολη την ταβερνα.
Δουλεια κι εκει,
λαντζα, σκουπισμα, μαζεμα τραπεζια...
Για ενα πιατο φαι,
κι εναν υπνο στην αποθηκη με τα καρβουνα
Και ξυλο...
Στην οικοδομη μα και στην ταβερνα,
το ξυλο επεφτε βροχη.
Σ'αυτον μα και στους αλλους,
ηταν ετσι η εποχη.
Μα μπασταρδος δεν ηταν πια.
Ξυλο και βρισια και δουλεια πολυ,
και μεροκαματο λιγο πανω απο μηδεν,
Αθλια ζωη, μα αθλια για ολους.
Οχι, μπασταρδος δεν ηταν πια...
Περασαν χρονια,
πολλα,
σκληρα...
Ο Δημητρακης εγινε Δημητρος,
δουλεψε,
εκλαψε,
πονεσε,
αγαπησε...
Παρεμεινε φτωχος,
μα ενα "κουμαντο" μικρο, το'χε κανει,
γιατι ειχε ενα ονειρο κι ενα σκοπο.
Πισω να γυρισει,
στο χωριο,
να κανει δικο του,
εκεινο το χωμα που αγαπησε.
Περασαν χρονια κι 'αλλα,
και το "κουμαντο" εγινε πολυ,
κι Δημητρος εγινε γερο-Δημητρος.
Εξηνταρης πλεον, στην συνταξη.
Πηρε τον δρομο του χωριου,
του γυρισμου,
του λυτρωμου...
Μα σαν εφτασε,
ερμο το χωριο.
Ψυχη...
Οι αυλες,
τα μπαλκονια,
οι καφενεδες...
Ερημια παντου...
Απορησε ο γερο-Δημητρος,
γυρισε,
εψαξε,
και βρηκε...
Ηταν ολοι εκει ψηλα,
στης "Φεγγερης" τον λοφο,
στο κοιμητηρι...
Καποιον κηδευανε,
κι ηταν ολο το χωριο εκει,
Πηγε κι ο γερο-Δημητρος,
και τους ειδε ολους 'κει...
Ολους...
και τον Μανωλη ακομα,
γερο-Μανωλη τωρα...
Τον ειχαν ντυμενο,
στολισμενο,
μες τα φτιασιδια τα καλα του,
σε μια κασονα απο δρυς,
να χωνεται σε μια τρυπα,
μες το χωμα.
"Κυριος" ο γερο-Μανωλης,
στο τελευταιο του ταξιδι.
Κι αρχισαν να πεφτει πανω του το χωμα,
φτυαριά φτυαριά...
Καθε φτυαριά,
κι ενα ηχος,
πνιχτος,
υποκοφως,
αποκοσμος,
σαν μουσικη,
βγαλμενη απ' τα εγκατα της γης.
Και δυό στιχοι-λογια,
που 'φτασαν στου γερο-Δημητρου τ'αυτια,
Λογια του χωματος,
ειπωμενα στον Μανωλη,
στον γερο-Δημητρο,
μα και σ'ολους,
εκεινους που βρισκονταν εδω,
και σ'αλλους που βρισκονταν αλλου.
τωρα, τοτε, παντα, παντου....
"Ελα, ελα, ελα...
εισαι δικος μου, μου ανηκεις,
χρονια χιλιαδες,
οτι αναπνεει μου ανηκει,
ολοι ζουν με χρονο δανεικο
Ελα, ελα, ελα...
εισαι δικος μου, μου ανηκεις,
μυρια μυριαδες,
καταδικοι, διχως δικη,
με στοχους, διχως σκοπο"
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|