Πάλι πρώτος ξεσκεπάζω την απάτη
στο όνειρό σου για να σβήσω την οργή
και του πρώτου ξεχασμένου εφιάλτη
θ’ αφανίσω σα μάγος τη γη
δε θέλω να λείπεις εσύ
στο όνειρό μου κρατώ τα γραμμένα
τα λόγια μακριά από το θεό
χίλια κεριά και σβησμένα
τ’ αστέρια θ’ ανάψω στους τόπους σου
τα χέρια να δέσω μετά
να μονιάσουν τα λόγια θεό
καρδιές που πικραίνει το βλέμμα.
Αντλώ τη δύναμή μου από ψηλά
αντλώ τη δύναμή μου από τα αστέρια
όλο και πιο κοντά και χωριστά το καθένα
να ερωτευτώ αυτό τον λίγο τον αέρα
που σ’ αγκαλιάζει και τον ζήτησες ξανά
άρωμα κέδρου ψυχές να μεθά
κι εγώ τριγύρω να κοιτώ απεγνωσμένα
κάθε φορά που θα πετάμε πιο ψηλά
πιο ενωμένοι από πάντα στον αιθέρα.
Το νιώθω πως πήρα ξανά εντολή
τα πάθη να έχω σβησμένα
καθώς θα βαδίζεις αργά μες τους δρόμους μου
κόντρα στου αιώνα το ψέμα
στην πόρτα γυρνάει αργά το κλειδί
κι ανοίγει η καρδιά στα κρυμμένα.
Αγέρα μου.
Θυμίζει η ζωή μου αναμονή
βαθιά στην καρδιά ενώνουν τα χέρια
πίσω από τη ζωή, τα σκηνικά μαζεμένα
βαριά σαν κορμοί, του κέδρου κλαδιά μπερδεμένα.
Καμιά φορά πετούν χαμηλά και κάνουνε κύκλους για μένα
αετοί που φωλιάζουν ψηλά, θα ξαναέρθω σ’ εσένα
μακριά ή κοντά θα είσαι κοντέσα μου
εδώ στο δικό μας μετά
μετά από όσα πεθάνανε, εγώ θ’ ανασαίνω κρυφά
και πια δε θα φύγω από σένα.
Δε θέλω να χάσω στιγμή, δε θέλω να χάσω μια μέρα
που πέρα θα φεύγω ταξίδι στα μάτια σου
που είδα πιο πριν δακρυσμένα
ποιο χάδι γεννάει τους τρόπους σου
ποια αγάπη πονά με φιλιά
ποιος δίνει τροφή στην εικόνα σου;
Όλα θα έρθουν μετά.