| Εκεί που χωρίζεται ο παράδεισος
από τη κόλαση,
στο δεύτερο στενό μεταξύ
πολιτισμού και φρίκης,
υπάρχει μιά είσοδος,
που οδηγεί κατευθείαν,
στην ταράτσα των περίεργων τύπων.
Μπαίνεις μέσα φορώντας
την καλή σου γραβάτα,
τα γυαλισμένα σου παπούτσια,
την συμπαθητική συμπεριφορά.
Ανοίγεις τη πόρτα του ασανσέρ.
Κατεβαίνει ένας αναμαλιασμένος,
με πλατύ χαμόγελο
και μάτια που γυαλίζουν.
Πατάς το πλήκτρο που οδηγεί
στον ψηλότερο όροφο.
Καταφτάνεις σ’ ανύποπτο χρόνο.
Ανοίγει η μεταλική πόρτα.
Και, ξαφνικά, αλλάζουν όλα.
Κοιτάς και προσπαθείς να δεις:
Τρεις πρώην κατάδικοι,
πίνουν, τρώνε και γελούν.
Τρεις μελλοντικοί κατάδικοι,
ρεμβάζουν την Ακρόπολη
και χαίρονται ξέγνιαστα.
Δυό νεαρά ζευγάρια
μεγαλουργούν,
χωρίς να κάνουν κάτι.
Μια παρέα επενδυτών
χάνει την συνοχή της,
μα παραμένει αγκαλιά.
Μιά θεία ήρθε με τον ανηψιό της
και την προσκάλεσε αυτός.
Μια μοναχική όμορφη,
με ταγέρ κι αξιοπρέπεια,
παραμένει στο ύψος της,
ακόμη και μ’ ορθάνοιχτο ντεκολτέ
και βλέμα πυρκαγιάς.
Κι άλλο ζευγάρι. Αυτή γελά.
Κάποιος εξυπηρετεί,
μεταφέροντας χωρίς δόλο
τ’απαραίτητα.
Δωρεάν προσφέρονται:
Απεριόριστη θέα.
Αέρας όσος μπορείς ν’ αναπνεύσεις.
Ευεξία διάχυτη.
Να το, το μέλλον,
κι εσύ προστάζεις.
Αυτός ο χώρος της αμείλικτης
ελευθερίας κι ανεκτικότητας,
είναι παράνομος απ’ άκρη σ’ άκρη:
Ένας παράδεισος σβησμένος απ’ το χάρτη.
Σαν και τους άλλους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|