Ο Χάρος και ο διάβολος στο συναπάντημά τους
Τον άντρα καρτερούσανε να πάρουνε κοντά τους
Κι όσο τον περιμένανε να τους ακολουθήσει
λέγανε λόγια της ζωής ο χρόνος να γεμίσει
Έστεκε έξω στην αυλή
μ ένα παπούτσι κόκκινο
κι έκλαιγε μόνο ένα παιδί
με την καρδιά του κόσκινο
του΄ κλεβες μόνο απ τη ματιά
του Χάρου την αποκοτιά
και του Διαβόλου
τη φωτιά
Τις άκρες εχτυπούσανε από τα δάχτυλα τους
Και γέλαγαν και πήδαγαν ψηλά απ τη χαρά τους
Κι έτρεμε η γης και βρόνταγε απ τα έγκατά της
κι η χήρα του σκιαζότανε λες κι απ΄ τα βήματά της
Τις άκρες εχτυπούσανε από τα δάχτυλα τους
Και γέλασαν και πήδαγαν ψηλά απ τη χαρά τους
Κι έτρεμε η γης και βρόνταγε απ τα έγκατά της
κι η χήρα του σκιαζότανε από τα βήματά της