| Ακουστηκε σαν βοη απο αλογα που καλπαζουν
Το χαροπαλετο του πανω στο κρεβατι
Μετα γυρισε τα ματια στο κιτρινισμενο ταβανι
Δεν παρακαλεσε, δεν σκεφτηκε, δεν εκλαψε
Απλα ειδε
Τον εαυτο του παιδι
Την μανα του, του παιδικους του φιλους του, το ματωμενο του γονατο, τα παγωτα, το κυριακατικο μεσημεριανο τους φαγητο, τον αμιλητο πατερα του, την αγωνια στο σχολειο, τα κρυα βραδυα διπλα στη σομπα με τα φλουδια απο πορτοκαλια,τα φτηνα και πλαστικα του παιχνιδια, το κρυφτο στην γειτονια του,το καντηλι που εκαιγε καθε σαββατο βραδυ και γαληνευε την ψυχη του, το ζεστο ψωμι απο τον φουρναρη, τη μυρωδια απο την κασετινα , τα μολυβια και την γομα του,την πρωτη του αγαπη, τον Παπαδιαμαντη, τις νυχτες που μετρουσε τ αστρα,το ακορντεον στις σαββατιατικες ταβερνες με τους γονεις του, τον γλυκο του υπνο στο ντιβανι της κουζινας οταν οι αλλοι ελεγαν τις ιστοριες τους,την λαχταρα του μπρος στον πελωριο και περιεργο κοσμο.
Ενιωσε την ιδια αγωνια που ειχε παιδι μπροστα στο αγνωστο
Μετα αφησε την τελευταια του ανασα
Ακουστηκε σαν μια πνοη απο ανοιξιατικο αερακι
Μυρισαν τα παντα αγιοκλημα
Εξω στο παρκο τα παιδια χαλουσαν τον κοσμο με τις φωνες τους
Και το καμπανακι του παγωτατζη χτυπουσε
Και χτυπουσε
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|