| Φοβούμενος μην ταράξω την ηρεμία της στιγμής, βουτώ στην απεραντοσύνη των ματιών σου. Ποθώ να κοινωνήσω το άχραντο μυστήριο που κρύβει η μελιστάλαχτη γεύση των χειλιών σου. Ανασαίνοντας την πνοή σου να βαφτίσω την ευτυχία στο χαμόγελο που διακρίνω στο πρόσωπο σου.
Αδήριτη ανάγκη η αίσθηση των χεριών σου, να αγγίξουν τα δικά μου, φλογίζοντας το πάθος καθώς η νύχτα γέρνει δίπλα στο φεγγάρι που κολυμπά στο πέλαγος.
Όταν τα λόγια παύουν, αμήχανα, συνάμα όμως κι αυθόρμητα, λες και είμαι παιδί μικρό, αφήνω τα εκφραστικά μου μάτια να τραγουδήσουν τα αφανέρωτα ταξίδια που κυοφορεί η ψυχή μου.
Είναι ταξίδια αυτά, στου ονείρου τη θωριά. Δίχως μποφόρια και λιμάνια ξερικά. Δίχως εφήμερα στασίδια που ρουφούν τη νιότη αδηφάγα.
Έμαθα να λογίζω τους ανθρώπους απ’ τα μάτια. Κι εσένα τα δικά σου κατάματα σαν με κοιτάς, θωρώ οι ελπίδες της ζωής πως ανασταίνονται.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|