|
anuya 24-10-2010 @ 03:51 | "΄Μωρέ, μήν είσαι παλαβός, μήν ανακατεύεσαι στις ρωμαίικες δουλειές· παλιά κατάρα είναι αυτή, απο Θεού. Άκου τι μου' λεγε ο μακαρίτης ο παππούς μου, να καταλάβεις. Όλα τα' καμε καλά ο Αλλάχ, μου' λεγε, όλα, μα μια μέρα βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά και έπλασε το Ρωμιό, μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε, είχε ένα μάτι, ο αφιλότιμος, που τρυπούσε ατσάλι. «Τί να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα, ας πιάσω τώρα να κάμω τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του». Έπιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιασε τον Τούρκο. Κι' ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ' ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν, από το πρωί ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλο, μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος!
«Ο διάολος να με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι, τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι... Τί να κάμω;» Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του: «Βρήκα! βρήκα!» φώναξε, έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, και έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν. Άρχισε το πάλεμα, τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος, μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος· μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά κι ο άλλος... Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν... Κι' ακόμα παλεύουν! Κι' έτσι ο κόσμος, Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του».
(από το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται») | | anuya 24-10-2010 @ 03:56 | Ήρθε η κυρα Μάρθα με τα καρύδια κ το μέλι. -Άνοιξε, μωρη Μάρθα, το παράθυρο, πρόσταξε ο Αγάς, ν ακούω τις φωνέςτους κ τις πιστολιέςτους, να χαίρεται η ψυχήμου· κ γέμισε κ τη μπουκάλα ρακή. Κι όταν πιά σκοτωθούν όσοι είναι να σκοτωθούν, έλα να μου κάμεις χαμπάρι, να καβαλήσω τη φοράδαμου, να πάω να βάλω τάξη. | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|