| Στα όρια της καλλιεργημένης έκτασης άρχιζε το δάσος. Απλωνόταν περιμετρικά και αγκάλιαζε το κτήμα απ’ όλες τις πλευρές, σαν για να το προστατέψει από τα βλέμματα των ξένων.
Ένα πυκνό αιωνόβιο πευκόδασο, όπου βέβαια κυριαρχούσε η χαλεπή πεύκη, αλλά δεν έλειπαν και ποικιλίες άλλων κωνοφόρων, όπως κυπαρίσσια με ορθή κορμοστασιά και άλλα με πλάγια συμμετρικά κλαδιά, κέδροι, κουκουναριές και άλλα δέντρα και θάμνοι πολλοί, σχίνα και δάφνες, κουμαριές, μυρτιές, πουρνάρια κι αφάνες. Κι ανάμεσά τους, όλων των ειδών τα αρωματικά φυτά του. Θυμάρια, ρείκια, ρίγανη, μέντα και φλισκούνι, πανέμορφη αγράμπελη, βατομουριές και αγριοτριανταφυλλιές. Κι ακόμα, αγριόκρινα, κρόκοι κι ανεμώνες, κυκλάμινα και βλαχούλες, άγριες ορχιδέες κι αμέτρητες άλλες ανώνυμες ομορφιές είχε αυτό το δάσος.
Τα πυκνά φυλλωμένα κλαδιά των πεύκων έπλεκαν ένα πολυσύνθετο σύμπλεγμα που αν το έβλεπες από ψηλά, με τα μάτια ενός χελιδονιού, ας πούμε, ή ενός γερακιού καλύτερα, έβαζες στοίχημα ότι θα παράβγαινε σε αφρατάδα κι αυτά ακόμα τα μπαμπακένια σύννεφα στον ουρανό. Μόνο το πράσινο χρώμα του, δοσμένο σ’ όλη τη χρωματική κλίμακα θύμιζε την πραγματική του προέλευση.
Αν πάλι ήσουν ένα από τα πλάσματά του που πατούν στο έδαφος, ένα αγρίμι, μια χελώνα, ένα παιδί, έβλεπες το σύμπλεγμα αυτό από κάτω. Τεράστιοι και πανύψηλοι θόλοι σχηματίζονταν γύρω και πάνω από κάθε κορμό πεύκου. Τα εσωτερικά τους κλαδιά, με τα χρόνια ξεραίνονταν γιατί δεν είχαν πια την ευκαιρία ν’ αντικρίζουν το ζωογόνο φως του ήλιου και μέχρι να έρθει ο καιρός τους να φθαρούν τόσο πολύ ώστε να σπάσουν και να πέσουν στη γη, έμεναν να κρέμονται σαν τεράστιοι πολυέλαιοι με τα γκρίζα ολάνοιχτα κουκουνάρια τους για γλόμπους, από καιρό σβησμένους. Σε αντίθεση, οι εξωτερικοί κλώνοι ήταν όλο ζωή, με τις γυαλιστερές πευκοβελόνες τους να αναδεύονται σε κάθε φύσημα του ανέμου, σε κάθε πετάρισμα πουλιού ανάμεσά τους. Έστελναν την πράσινη ανταύγειά τους σαν χαιρετισμό στον ουρανό και κατόπι έγερναν προστατευτικά προς το έδαφος για να κουβεντιάσουν φιλικά με τους φιλόδοξους κλώνους των γειτονικών θάμνων που μοχθούσαν να ψηλώσουν, να φτάσουν το φως.
Το δάσος... Αυτό το σιωπηλό και αιώνιο και συνάμα τόσο γεμάτο από κίνηση και ζωή, χρώματα, οσμές και ήχους. Ξέχειλο από τη ζεστασιά και τις φωνές των αγριμιών του.
Το δάσος... Άλλοτε στοργικό, φιλικό, θερμό και γαλήνιο, σε προσκαλούσε να μπεις μέσα του να το ανακαλύψεις. Άλλες φορές πάλι, σκοτεινό, μυστηριακό, εχθρικό, ανταριασμένο, ξυπνούσε στο μυαλό εφιαλτικές φαντασιώσεις και τρόμαζε ακόμα κι αυτούς τους μικρούς άγριους κατοίκους του.
Το μικρό παιδί, μη έχοντας άλλες συντροφιές στα παιχνίδια των πρώτων παιδικών χρόνων, είχε δοθεί ολόψυχα στη συντροφιά των μεγάλων πράσινων φίλων του. Τα γέρικα πεύκα που αγκάλιαζαν κυριολεκτικά το μικρό σπιτάκι, είχαν γίνει υποκατάστατα των συντρόφων του σε καθημερινές φανταστικές περιπέτειες. Τα αγκαθωτά φυλλώματα δέχονταν με ρίγος το απαλό χάδι των παιδικών χεριών. Οι χοντροί, βαθιά ρυτιδωμένοι κορμοί τους δέχονταν καλόκαρδα κάποια γυμνά, αυθάδικα ποδαράκια που τους αγκάλιαζαν σφιχτά για να σκαρφαλώσουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Τα γερτά κλαδιά τους δέχονταν υπομονετικά τα σχοινιά που τους έδενε για να φτιάξει αιώρες, να πεταχτεί ακόμα πιο ψηλά. Και οι γκριζωπές, επιφανειακές ρίζες τους γίνονταν προσκεφάλι και προσφέρονταν για πολύωρους ρεμβασμούς σε ύψη άφταστα. Στ' αστέρια, στους γαλαξίες, στο μέλλον.
Το παιδί τους μιλούσε, τα φώναζε, τα καλούσε με ανθρώπινα ονόματα σε φανταστικά παιχνίδια κι αυτά ανταποκρίνονταν με το απαλό θρόισμα του αέρα στα πυκνά φυλλώματά τους, συνοδευμένο από το τραγούδι του κότσυφα και της καρδερίνας και την τρίλια του βατράχου από μακριά. Αλλά, πάνω απ’ όλα, παρατηρούσε. Είχε στη διάθεσή του απεριόριστο χρόνο να παρατηρεί, ένα απέραντο ορίζοντα να αγκαλιάζει τον κόσμο του, αυτόν που πίστευε τότε ότι ήταν ο μοναδικός και μια αχόρταγη επιθυμία να μαθαίνει, να εξερευνά, ν’ ανακαλύπτει.
Μεγαλώνοντας, έμαθε να ξεχωρίζει τις εποχές, όχι μόνο από τα κοινά σε όλους γνωρίσματά τους, αλλά και από τις πιο αδιόρατες αλλαγές του καιρού, από την αλλαγή της θερμοκρασίας του εδάφους κάτω από τα γυμνά του πόδια και του νερού που κυλούσε στο αυλάκι, από το χρώμα και την πυκνότητα της φυλλωσιάς των δέντρων και την ποικιλία των άγριων φυτών στον αγρό. Έμαθε να προβλέπει τον καιρό από το χρώμα του ουρανού, τη θέση και το σχήμα των σύννεφων, από την κατεύθυνση και την ένταση του ανέμου και από τη μυρωδιά που αναδινόταν κάθε φορά στην ατμόσφαιρα. Έμαθε να παρατηρεί, ν’ ακούει, να οσμίζεται και να γεύεται το δάσος σε κάθε του στιγμή, τη μέρα, τη νύχτα, το χειμώνα, την άνοιξη, παλιά, αργότερα. Κάποιες εικόνες χάραξαν με πιο έντονα στοιχεία την ένταση, το ξάφνιασμα, το φόβο, το θαυμασμό στο μυαλό του μικρού, ώστε να μπορεί όχι μόνο να τις ανακαλεί πότε-πότε, αλλά να τις έχει σε πρώτη θέση μέσα στην ψυχή του και να συνοδεύουν πάντα, σε όλη τη μετέπειτα ζωή του, τη σκέψη και τις πράξεις του.
Αριάδνη Μεσογείτη
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|