| Ατένισα στο βάθος των ματιών σου την ελπίδα. Το φως το αγέρινο και τη μοσκοβολιά της άνοιξης. Πάτησα ξυπόλυτος στα αφράτα χώματα σου. Οι οσμές φουντώναν καθώς το βρόχινο νερό κυλούσε στις λαξεμένες χαραγματιές σου. Ο ήλιος βυθιζόταν ανάμεσα στα χείλη σου βάφοντας με το μούχρωμα το αιθέριο πρόσωπο σου.
Ύστερα νύχτα. Στερέψαν τα ποτάμια, βουβός της θάλασσας ο φλοίσβος και εσύ μακριά. Μακριά στέκεις και πάλι στο ουράνιο στερέωμα κάπου ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνα και του Σκορπιού που μου είχες δείξει. Σαν αρχαία ιέρεια προσμένεις της καρδιάς σου τα ποθούμενα να αφουγκραστούν οι θεοί.
Εγώ εκεί, μπλεγμένος ανάμεσα στις δεήσεις τα πρέπει και τα θέλω, προσπερνώ τις γκαστρωμένες βραδιές. Στρώνω πάλι το κρεβάτι μου νωρίς δρασκελίζοντας του ονείρου το περβάζι που έχει κρατήσει λίγο από το άρωμα σου. Αγιόκλημα και γιασεμί. Προσμένω και εγώ, προσμένω του ήλιου το πρώτο φως, σαν πολεμιστής του φωτός
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|