| Αγρικώντας τους ψίθυρους που εμφυτεύονται νυχθημερόν στο άβουλο κοπάδι, πανικοβάλλεσαι για το μέλλον της οικουμένης. Οι γραφές αρχίζουν να επαληθεύονται η μια μετά την άλλη, μα όλοι τριγύρω σου σιωπούν. Ώτα κλειστά. Οι κραυγές των λίγων δεν αρκούν για να ξυπνήσουν τη μάζα από το λήθαργο. Φωνές βοώντων εν τη ερήμω.
Αγνοώντας τις επιπτώσεις, αντιστέκεσαι όσο σε αφήνουν οι σειρήνες, όσο η σάρκα σου αντέχει να κοιτά, μα να μην συμμετέχει στην ακόλαστη γιορτή. Ζωές φτιασιδομένες, με πέπλα κι αρώματα εφήμερα, υλιστικά. Κοιλιές χορτάτες, χαμόγελα βουτηγμένα στο φρόνιμα, κατρακυλούν προς την πλεονεξία, την εγωπάθεια. Οι μεγάλοι οι πραματευτάδες πειραματίζονται σπέρνοντας παράσιτα στο απαίδευτο μαντρί, αποπροσανατολίζοντας την μικροπρεπή ματιά του.
Αναμένοντας οι νότες που ψέλνεις στην προσευχή σου, να φτάσουν στα ουράνια και να εισακουστούν, αρματώνεσαι και φυλάγεσαι. Κουτοί!! Δεν βλέπετε πως μαύρισε ο ουρανός, δεν είδατε πως το νερό κοκκίνισε. Τι περιμένετε να γίνει πια; Τι περιμένετε.
Σώπα σου λέω θα μας ακούσουν οι φύλακες. Πάψε να κραυγάζεις. Τούτα που γίνονται εδώ, είναι ειπωμένα πως θα γίνουν. Πάψε και κούρνιασε σιμά, δεν είναι ώρα για τσιτάτα. Η μπόρα ετούτη είναι βαριά. Όποιος σε άκουσε, σε άκουσε. Όποιος πάλι όχι, είναι αργά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|