| Πονούσες κρυφά κυνηγημένο θεριό,
μίλαγες, μίλαγες με τον άνεμο.
Φλόγες στα μάτια σου,
στα χέρια σου καρφιά,
δεν σε γονατίσαν του κόσμου τα στοιχειά.
Θέλησαν τότε να φονεύσουν το παιδί
που έκρυβες μέσα σου στην πιό κρυφή πτυχή.
Τότε το βήμα σου έγινε βαρύ
μα πέταξες μέσα σ' ένα όνειρο βαθύ.
Κάποτε μου είπες πως θα φύγεις μακριά
μα από τότε ερχόσουν όλο πιό κοντά,
έγινες απάνω μου αχώριστη σκιά,
μες στη φαντασία μας ζούσε η χαρά.
Σε πιάσαν μεθυσμένο μια κρύα αυγή,
σε χτύπησαν, σε βρίσανε, λαβώσαν το παιδί.
Το είναι σου έχει φωταγωγηθεί,
εγκατέλειψες το θρόνο που πατάει στη γή.
Κάποτε μου είπες πως θα φύγεις μακριά
μα από τότε ερχόσουν όλο πιό κοντά,
έγινες απάνω μου αχώριστη σκιά
μες στη φαντασία μας ζούσε η χαρά...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|