| Κείνο το Μάρτη, στα τέλη,
με πήρες.
Έψαχνες πλήρωμα καιρό
έψαχνα καπετάνιο.
Τα χέρια μου είδες
και μου΄πες
«Ξέρω, που θα σε πάω».
Ούτε στιγμή δε σκέφτηκα,
δεν μ΄ ένοιαζε να ξέρω
πόσο καιρό θα μ’ ήθελες
και αν γυρισμό θα έχω.
Μου΄πες ν’ανέβω στα ψηλά
να βλέπω τι μας μέλλει.
Δεν τόλμησα όμως να σου πω
το ύψος με τρελαίνει.
Μ’ έδεσες κόμπο ναυτικό
να μην μπορώ να λύσω
απ’ το ψηλό κατάρτι σου
μην φύγω και γλιστρήσω.
Στα δυό σου μάτια έψαχνα
του χάρτη την πορεία
που χάραζες σαν ρώταγες
«θέλεις να πάμε ευθεία;».
Είναι φορές που τρόμαζα
πως θα με πάρει κάτω
ακόλουθος στη μοίρα σου
να φτάνω ως τον πάτο.
Ήταν φορές που ο ήλιος σου
μ’ έκαιγε μέσα και έξω
και ζαλισμένος ζήταγα
στη θάλασσα να πέσω.
Κάποια φορά χαρούμενος
σου φώναξα «στεριά!»
τα αυτιά σου
ο αγέρας έκλεισε
και έστριψες λοξά.
Ωραίο το ταξίδι σου
ό,τι καιρό κι αν έχει
νομίζω πως κουράστηκα
εκεί ψηλά που μ΄έχεις.
Λύσε με καπετάνιε μου
και πες μου τι μας μέλει
θες να υπάρχω δίπλα σου
ή στα ψηλά με θέλεις;
Τα χέρια μου ματώσανε
όπως τα’χεις δεμένα.
Μίλα μου καπετάνιε μου
αυτό’ θελες για μένα;
Εγώ κοντά σου ήθελα
να στέκομαι στην πλώρη
όταν στα χέρια κράταγες
αβέβαια το τιμόνι.
Το κύμα όταν σου ‘σκιζε
τα ρούχα, το κορμί σου
και εσύ απ΄το κρύο έτρεμες
όχι για τη ζωή σου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|