| Τον ήλιο είδε και ζήλεψε τ'ολόγυμνο φεγγάρι
Μια χαραυγή αποφάσισε ν'αλλάξει αγκαλιά
Κι όταν με φως πλημμύρισε είδε μιαν άλλη φύση
Κατάκοπη να το παρακαλά
Και πριν προλάβει του χωριού τα σπίτια να μετρήσει
κάποιοι το λιθοβόλησαν κι είπαν να πάει πιο πέρα
Οι άνθρωποι που κάποτε τ'αστέρια του μετρούσαν
Χειρότεροι,μέρα με την ημέρα
Στη νύχτα πίσω γύρισε μα ηρεμία δεν βρήκε
Πόνεσε η ψυχούλα του,΄΄αχ είπε,συμφορά μου΄΄
Το βλέπαν'να ψυχορραγεί και να παρακαλάει
ως που άλλο πια δεν άντεξε κι έγινε στάχτη χάμω
Πάνω απ'το γκρίζο το χωριό ο ουρανός να καίει
Κι ένα παιδάκι ορφανό να κλαίει σε μια γωνιά
Και χύθηκαν στη θάλασσα τ'άστρα πικρό ποτάμι
Δεν άντεξαν που ο φίλος τους έσβησε ξαφνικά
Κι ένας δεσμώτης γέροντας σε μια σπηλιά κρυμμένος
Ζωσμένος με παράπονο για την καταστροφή
κατάρα το κυνήγαγε από παπόύ προς πάππου
εξόριστος απ΄το χωριό για τα πολλά αμαρτήματα
Και κλαίγοντας γονάτισε κι ήθελε λέει χάρη
Κι ευχόταν ΄΄αχ στα χέρια μου μάγου λυχνάρι να 'χα
Να 'κανα Θεέ μου μιαν ευχή,να 'φτιαχνα άλλο φεγγάρι
Κι ας ήταν λέει ψεύτικο,μα να φεγγοβολλά΄΄
Δεν σου ζητώ συγχώρεση για τ'αμαρτήματά μου
Θέλω να δούνε πάλι φως τα ορφανά παιδιά
Να 'χουνε χρόνια εύκολα και να μην έρθει μέρα
Κατάντια σαν του φτωχού πατέρα,ποτέ πια
Μα δεν τον άκουσε κανείς όσο κι αν είχε κλάψει
Και μόνος αποφάσισε να φτιάξει άλλο φεγγάρι
Κι έβγαλε απ'το κυτάπι του χρυσαφικά κι ασήμι
Χρόνια μ'αυτά γελάστηκε και προκοπή καμιά
Απ'τις γυναίκες του χωριού πριν χρόνια τα 'χε αρπάξει
Με τούτα τώρα πράξη εξιλέωσης ζητά
Μερόνυχτα και νηστικός μέχρι να το τελειωσει
Κι ήρθε η ώρα η στερνή,τ'ανύψωσε ψηλά
Τα δέντρα σκάλα έκανε στον ουρανό ν'ανέβει
Σμίξαν' ευθύς τα σύννεφα,θεριεύει ο ουρανός
Μπόρα μεγάλη,ξαφνική,με κόκκινες σταγόνες
Κόκκινο βάψαν'το χωριό,κι οι κόρες βάλαν'μαύρα
Οι γιοί ντυθήκαν'στα λευκά το σπαραγμό να πνίξουν
Και τη σημαία του κακού να κάψουν κάναν'τάμα
Το δρόμο ακολούθησαν στο λόφο για ν'ανέβουν
Το ψεύτικο να ρίξουνε και το κακό αντάμα
Σαν είδε ο γέροντας τους γιους να κάνουν ανταρσία
Το ψεύτικο κατέβασε θυσία να το κάνει
Μα το κορμί του αδύναμο κι άλλο πια δε βαστούσε
Δε σήκωνε στην πλάτη του τ'αβάσταχτο κακό
Την αμαρτία μέσα του χρόνια πολλά τη ζούσε
Στα νιάτα του ήταν δαίμονας,στοιχείο αναρχικό
ʼλλη στιγμή δε βάσταξε,στ'αλήθεια δεν μπορούσε
Της νιότης του κουβάλαγε τον πιο βαρύ σταυρό
Τώρα τι κι αν μετάνιωσε,το τέλος είχε φτάσει
Και του 'φυγε κατάκοιτη απ'τα δόντια η ψυχή
Όσο κι αν τον επάλεψε το χάρο δε νικούσε
Κι έφυγε με μια τελευταία ευχή
Μα οι γραφές το πρόβλεψαν πως το κακό θα φύγει
Μονάχα αν το θυσίαζε το ίδιο το κακό
Κι εκείνος που τ'ανύψωσε και τώρα είναι στον ʼδη
Με την ευχή του εκπλήρωσε τον τελευταίο χρησμό
Σαράντα μέρες έβρεχε κι η γη είχε πλημμυρίσει
Σαράντα μέρες έβλεπες μονάχα αστροφεγγιά
Κι όταν τα σύννεφα έφυγαν κι η μπόρα είχε πάψει
Φεγγάρι αναστήθηκε στο ουρανό ψηλά...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|