| Μια φορά κι έναν καιρό, κατά πως λένε στα παραμύθια, ήταν μια αθώα κοπέλα ονόματι Έλλη (-νικό ροκ).Τα δάχτυλα της ήταν μπάντες, το στόμα της έλεγε πράγματα που όλοι καταλάβαιναν και το παιδικό της βλέμμα έκλεινε μέσα του όλοι την αθωότητα και την ομορφιά ενός πάντα έφηβου κόσμου.Πάντα πίστευε ότι θα κάνει μεγάλα πράγματα στην ζωή της κι ότι το χωριό στο οποίο έμενε με τους γονείς της, ήταν πολύ μικρό για να την χωρέσει. Κίνησε λοιπόν να πάει στην μεγάλη πόλη. Εκεί ξεκίνησε να κάνει την καλλιτέχνιδα, γρήγορα όμως έγινε αρτίστα. Νταβατζήδες έπεσαν σαν τα κοράκια για να βγάλουν σκυλοτροφή μέσα από το απαλό, ροδαλό της δέρμα. Ακόμα και τα σκυλιά τους, την κοιτούσαν υπεροπτικά και την χλεύαζαν. Στα χέρια της άρχισαν να φυτρώνουν ανίερες παραφυάδες. Εκεί που κάποτε ήταν τα γερά, μακριά και ευλύγιστα δάχτυλα με τα οποία έπαιζε την κιθάρα κι όλοι μαγεύονταν, σήμερα υπήρχαν δεκάδες πλοκάμια, αδύναμα, άτολμά, ικανά μόνο να κουνιούνται με τον άνεμο, σαν τις ανολοκλήρωτες στύσεις των νταβατζήδων της,κατά πολύ υπεύθυνοι για το οικτρό αυτό θέαμα. Τα λόγια της άρχισαν να γίνονται ακατάληπτα μουρμουρητά, φράσεις γεννημένες από την ένωση της μιζέριας με την ψευτο-ποίηση. Κανέναν δεν ενδιέφεραν τούτο τα φληναφήματα κι ο βερμπαλισμός των λόγων της είχε αξία μόνο για το υπερτροφικό της εγώ και την ματαιοδοξία, που τόσο έντεχνα της εμφύσησαν οι γύπες, εκμεταλλευόμενοι την αθωότητα και την άγνοιά της. Το μικρό κορίτσι, με το αγνό βλέμμα, πολύ γρήγορα, μεταμορφώθηκε σε μια φτηνή πόρνη, ένα έκτρωμα που ήταν για λύπηση, με το βλέμμα άδειο να κοιτάζει στο κενό, σαν πρεζάκι που το φτύνεις και νομίζει ότι βρέχει. Γύρω στο 2000, μόλις 4-5 χρόνια από τότε που η Έλλη μας πήγε στην μεγάλη πόλη το σώμα της άρχισε να σαπίζει. Οι νταβατζήδες, που είδαν ότι δεν υπήρχε άλλο αίμα να πιούν, αφού κανείς πλέον δεν ήθελε αυτό το τέρας στο κρεβάτι του,την παράτησαν να πεθάνει αβοήθητη κάτω από μια γέφυρα. Τα πλοκάμια της άρχισαν να πέφτουν ένα-ένα, τα δόντια της σάπισαν και το βλέμμα της χάθηκε κάπου στο κενό, που συνήθιζε να περιφέρεται. Οι περισσότεροι πελάτες της την ξέχασαν.Τώρα ήταν πιο trendy να την βρίσκουν με τις σκύλες των νταβατζήδων, διασταυρώσεις αμερικάνικων και αραβικών σκυλιών του σαλονιού με προσεχτικά φτιαγμένο image, ήταν το πνεύμα της εποχής. Λίγοι ήταν αυτοί που πραγματικά αγάπησαν την Έλλη. Λίγοι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να δουν την ομορφιά της κάτω από το παχύ στρώμα makeup της μεγάλης πόλης. Κι αυτοί δεν την ξέχασαν ποτέ.Αποτραβήχτηκαν αηδιασμένοι από την κυνοφιλία που επικράτησε έκτοτε. Παρατηρούσαν σιχαμένοι όλη αυτή την παρακμή. Και περίμεναν πάντα ακονίζοντας το μυαλό και την καρδιά τους για κάτι αγνό και όμορφο, όπως εκείνο το μικρό κορίτσι που ήρθε μια μέρα από το χωριό με τα μεγάλα όνειρα και τα όμορφα μάτια. Και η Έλλη; Τι απέγινε τελικά, η Έλλη; Κανείς δεν ήξερε ότι πριν την παρατήσουν μισοπεθαμένη, κουβαλούσε στα σπλάχνα της τον καρπό του έρωτά της με αυτούς που την αγάπησαν πραγματικά. Κράτησε όση δύναμη είχε και αρνήθηκε να πεθάνει, για να μεγαλώσει το αγοράκι της. Που μεγάλωσε κάτω από το έδαφος,ακούγοντας ιστορίες για λύκους και πρόβατα από την μάνα του. Ένα αγοράκι που μεγαλώνει υπογείως σε ένα γεροδεμένο άνδρα, με σταθερό βήμα και οργισμένο βλέμμα. Για όλους αυτούς που φέρθηκαν έτσι στη μάνα του, νταβατζήδες και πελάτες. Τα χέρια του είναι τανάλιες. Και το μυαλό του είναι κοφτερό,σμιλευμένο από όλες τις ιστορίες που άκουσε. Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα και βλέμμα του είναι το ίδιο με αυτό της μάνας του στην ακμή της.Τούτο το αγοράκι μια μέρα θα γυρίσει στην μεγάλη πόλη να βρει τους πατεράδες του. Και να μην βρεθεί κανείς από τους υπόλοιπους στο διάβα του.Γιατί αυτός, το ξέρει, δεν είναι φτιαγμένος να γίνει πόρνη. Θέλει μόνο να ζήσει και να μεγαλώσει μαζί με αυτούς που το αγαπούν. Σε ένα κόσμο όπου τα σκυλιά θα είναι σκυλιά κι η κοροϊδία, κοροϊδία. Σε έναν κόσμο μεγάλο, φωτεινό και όμορφο. Και αλίμονο, όταν επιστρέψει, σε αυτούς που θα του το αρνηθούν.
By Mavri Magioneza
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|