| [align=left][align=center]μου ζητησες να βρω το σκοτεινο μου ιλισσε.. πιοτερο να τα γραφω με μελανι παρα εδω..
γαμω το διαολο... ελεγα οτι εκεινο το βραδυ μετα το τηλεφωνο που αλλαξε η φωνη μου , εκλεισα , σε αφησα να σβυσεις μες στον υπνο κι εγω γυμνωθηκα για να σε βρω... σε αφησα να με χαιδευεις μα κρυωνα ιλισσε.. κρυωνα οπως τωρα ... κρυο το νιωθεις αμα το κορμι διχως φαι νερο μεινει για μερες κι ολο το αιμα το στραγγιζει στο κεφαλι που ειναι ο μεγιστος φυλακας που κυβερναει το κοσμο μας... ύπαρχει ομως κι αλλη εκδοχη..κρυωνεις οταν πλαι σε πνευμα αγνωστο παλιο , του σκοταδιου ταγμενο πλησιαζεις.. οπως κι εγω .. σε σπρωξα, σηκωθηκα απο το κρεβατι και σταθηκα μπρος σου .. ηταν σειρα μου τωρα..να σε γυμνωσω... πρωτα φυγανε οι βαφες, μετα τα ραμμενα, στο τελος σου αφαιρεσα οτι μεταξι τη φυση κολακευει... σε κοιταξα, πλασμα θεου , θεα ολακερη χρυση , ποδια ψηλα στα ισα τους ορθωμενα, κοιλια γυμνη , υγρη αναλαφρη. προαγγελος , μαλλι χρυσο λιονταροκεφαλη... σκεφτομουν τι μπορει να ναι φρικτο να βγαλεις απο μεσα τοσο που να φανερωσεις το κακο που σου αναλογει... κι ειδα πως μονο ο σκοτωμος ειναι αυτο.. σκοτωνοντας καποιον του παιρνεις μεμιας οτι ειχε , εχει κι οτι μπορουσε να αποκτησει στη ζωη του... μεμιας.... κι ετσι δεσποινα μου , ιλισσε σηκωσα το μαχαιρι... σε κοιταξα.. επιασα πρωτα χαμηλα, σου πηρα οτι τριχα ανοιχτη χαραζε το αμπελι που ακομα ωριμαζε τον πιο γλυκο καρπο.. ανεβηκα πανω.. δεν αφηνα τιποτα.. τα φρυδια με δυο κινησεις τα κοψα και μειναν τα γαλαζια σου να σκουραινουν , να βαθαινουν καθως το κυμα γνωριζε τα βαθη του ανθρωπου , πιο σκοτεινα κι απο την πιο μεγαλη θαλασσα..κι υστερα εφτασα στο χρυσο.. βαρυ σαν του υδραργυρου τη ροη κυλησε το μαχαιρι πανω σου... μεταλλο που κυλουσε κι εκοβε κι αφησε πισω φολιδα ματωμμενη.. εχεις κουρωσει.. ο σταυρος σου ειχε γυρισει σε ημισεληνο.. το μονο μαντρα που ριγουσες ηταν μια οιμωγη... ακαταληπτ στα αυτια μου , μα μηπως ακουγα εσε? ακουγα αλλον κυρη , πιο γνωστικο , πιο ταιριαστο, αδυνατο να αφησω... σου φιλησα το σκερβελο κρανιο, το γλυψα , κυλησα ολο μου το προσωπο πανω του και ματωνα κι εγω... εδειχνα δοντια μα δεν τα βλεπες, ενιωθως ωστοσο του θηριου τη βοη.. σε στειλα κατω γονατιστη .. εσκυψα πανω σου και σε επιασα απο το πηγουνι, τρυφερα θαρρεις βαστανε ολοι οι δημιοι το σφαγιο μην λακισει ..γυρισες με ειδες στα ψηλα, σχεδον μου γελασες, στιγμης λανθανον σημα...σου φιλησα τα ματια, τα μαγουλα, τη μυτη , σα χειλη εδεσα και αρχισα τρυφερα να τα φιλω... ριγουσες... ετρεμες... πειναγες κι εζηταγες το νεο..μισανοιξες καθως γλυκα απο μεσα σου κυλουσε κι ανταποκριθηκες στο τελευταιο μου φιλι... επιασα να κυλαω τις γλωσσες μας, γυρους τρελλους, πιπιλισμα, το θηλυκο νομισε πως παμε για το πρεπον.. μα εκει απανω στη στιγμη τη γλωσσα σου επισα και με τη μια την εσκισα βαθια... δαγκωνοντας τη την κατεκοψα μεχρι τη ριζα... κι εσχιζονταν οι ινες κι απλωνανε πηχτα κι αδιαλλειπτα το αιμα οι σπασμενες αρτηριες... και δωστου δαγκωμα βαθυ μεχρι να μην μεινει ουτε του αλμυρου οι πισω οι θηλες .. ουτε καν της πικρας οι εστιες...αλλυχτουσες μουγκρητο ασιγαστο...οδυρμος κανονικος... ουτε καν ειχα αρχισει... κοιτωντας το ματωμενο σου στομα με βια σε κοπανησα με κουτουλια , κεφαλι με κεφαλι... ζημια επαθα κι εγω.. μα εσυ... κι αλλη και παλι κι αλλη... σχιστηκανε τα χειλη , χαθηκη η μυτη στο βυθο, πεταξανε αγκυρα στον ανυδρο αερα τα ζυγωματικα απο το ανοιγμενο μαγουλο.. κι οι κογχες δειχνανε πνιχτες .. τρια χτυπηματα στο στοχο και το ζουμι κυλουσε σαν το δακρυ... σφυρι εγω , αμονι εσυ .. αντι για το σπαθι πυρωναμε και στρωναμε του τελους το χαλκα... συνεχιζα να σε χτυπω κι αποτομα καθως βρηκα κοκαλο βαθια και σου κανα θρυψαλα τον ατλαντα στη στηλη κυλιστηκες σαν αλυσιδα που τα βαρη της της πανε προς τον πατω.. αρχισα να σε κλωτσω.. σε παταγα...θαρρεις τα χερια σου θα διωχνανε το ανηλιαγο μου παθος, ομως εσυ οσο πηγαινε βαστουσες χερι στο χερι βιωνοντας το τρανταγμα του χαρου.... κι εγω μουγκριζα κι ακουγες το βουητο αλυχτισμα του ζωου ...σε παταγα.. τα στηθη ανοιχτηκαν , οι χρυσαφιες σου ρωγες που τις τυλιγα στα χειλη μου στον μακαριο υπνο γιναν πρωτα νουφαρα στο βαλτο του κορμιου σου, υστερα εχιδνες στην αμμο που τριβοσουν, υστερα λουμπες που δειχνανε καρδια..κανενα παιδι δεν θα τρωγε απο αυτες τον πρωτο καρπο...σταθηκα κι οπως συντριμμι κι εγω πανω σου διχως μορφη πια και διχως χερια κορωθηκα , εγινε κάλος το καβλι και το χωσα πανω σου , σε οτι ειχε απομεινει... γαμουσα πλευρα , γαμουσα λεκανη, γαμουσα το λαιμο , γαμουσα το στεφανι.. [align=center][/align][/align]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|