Ανία!
Μ’ έπιασε την νύχτα μια μανία…
Στο κρεβάτι να στριφογυρίζω,
να κλωτσώ σεντόνια, να τα σκίζω!
Μέχρι που ασυνάρτητα μιλούσα
κι ύπνος να με πάρει, δεν μπορούσα.
Ανία!
Έμοιαζε μ’ ασπρόμαυρη ταινία…
Έβλεπες, θαρρείς, τον Νοσφεράτου,
να ταρακουνάει τα σίδερά του!
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει
κι έκλαιγε σαν λύκος μες στα δάση.
Ανία!
Είδα το φακό σου στη γωνία…
Στάθηκες μετά μπροστά στην πόρτα,
βούλωσα το στόμα μου με χόρτα!
Δε θ’ αντέξω να με δέσεις πάλι,
κάλλιο να κοπώ με μια φιάλη.
Ανία!
Του θανάτου τράβηξα τα ηνία…
Πήγα καβαλάρης ως επάνω
κι είπα: «Λευτερώθηκα! Τι κάνω;»!
Ξύπνησα το πρωί μες στον ιδρώτα
κι άναψαν της φυλακής τα φώτα.
Με εντυπωσιάζει που αναρωτηθήκατε για τον φακό. Μα είναι ένας απλός φακός, σαν αυτόν που βαστούν οι φύλακες στη φυλακή την νύχτα. Βλέπετε, δεν ανάβουν τα φώτα στους διαδρόμους πάντα... Κι αν κάτι ακουστεί, τρέχουν μ' έναν φακό για να φωτίσουν και να ελέγξουν. Έτσι τουλάχιστον συμβαίνει στη δική μου φανταστική φυλακή. (Ακόμα ζω εκεί...).