| Μια φορά κι ένα καιρό μάλλον ηλιόλουστο,
μία καλόκαρδη πριγκίπισσα εγγενήθη.
Πάρε το ψέμα μου, με φαντασία στόλιστο
και κάπως έτσι ξεκινά το παραμύθι.
Ζούσε κι ανέτελε στης θάλασσας το τρίσβαθο.
Σ' ένα παλάτι από κοχύλια καμμωμένο.
Κάποτε μου 'ριξε ένα βλέμμα της περίπαθο.
Και από τότε μόνο εκείνη περιμένω.
Δάκρυ που μίσσεψε απ' τα μάτια σαν πλημμύρισαν.
Κρυσταλωμένο απ' τη λάβα του χειμώνα.
Για κείνη οι σκέψεις μου το κόσμο όλο γύρισαν,
σα καβαλάρηδες στ' άρμα του Ποσειδώνα.
Κι όσο εγώ αιμοραγούσα στην ανάμνηση,
εκείνη κέντησε μια σκάλα από μετάξυ.
Μα σα λαμπίρισαν το ψέμα και η άρνηση,
τίποτα πια δε θα μπορούσε να τ' αλλάξει.
Ήταν πανέμορφη το άπειρο κοιτάζοντας.
Κι ήμουν με αίμα ορκισμένος στη φρουρά της.
Σε μιας σταγόνας γαλανής μορφή αλλάζοντας,
να 'κλεβα Θέε μου λίγη αλμύρα απ' τα φιλιά της.
Όμως ποτέ δε τη ξανάδα κι ας την έψαξα.
Μες τη σπηλιά είχε κρυφτεί της Αμφιτρίτης.
Το κύμα καλυψε το θρήνο μου σαν έκλαψα.
Κι έγινε αστέρι του βυθού ο μετεωρίτης.
Μία φορά κι ένα καιρό τ' όνειρο έληξε.
Κι η κοραλλένια μου πριγκίπισσα εχάθη.
Κάθε ανάσα τη ψυχή μου εγκατέλειψε.
Στο παραμύθι μου πληρώνονται τα λάθη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|