| Εκείνος ο γονδολιέρης που ήλθε να τον παραλάβει στις δέστρες έξω απ το παλάτσο, ήταν εντελώς αμίλητος κάτω απ την κουκούλα του.
Ακόμα και όταν κατέβηκε τα υγρά σκαλιά πούγλυφε η αλμύρα της θάλασσας, ούτε καν έσπευσε να τον βοηθήσει να μεταφέρουνε μαζί το βαρύ σεντούκι πούσερνε μαζί του.
Είχε όλη την περιουσία του εκεί μέσα ,καθώς και ένα γεμάτο πουγκί δεμένο στη μέση του. Ήταν ένα ανθρωπάκι σαν όλα τ άλλα που αργοσέρνουν το θλιβερό τους "εγώ" σε τούτο τον πλανήτη. Η νύχτα ήτανε γαλήνια και μ ένα φεγγάρι πελώριο που λες και ήθελεί να καταπιεί ολάκερη την πόλη των νερών.
Άρχισε να σιγοτραγουδά προσπαθώντας να παρασύρει τον γονδολιέρη στον ρυθμό του.
Όμως εκείνος με γυρισμένη την πλάτη και με μια πελώρια μπέρτα να σιγανεμίζει ξοπίσω του, συνέχισε αδιάφορα να κωπηλατεί ,χωρίς να του δίνει την παραμικρή σημασία.
"Μήπως είναι κουφός" συλλογίστηκε, χτυπώντας το ξύλινο κάθισμα με το μπαστούνι του για να δει τις αντιδράσεις του.
Του κάκου εκείνος ούτε καν ενοχλήθηκε, λες και δεν ήτανε μαζί του.
Όμως κάποια στιγμή προσεγγίζοντας ένα μικρό νησάκι, άρχισε να χαχανίζει δυνατά,μ ένα γέλιο που αντήχησε φρικτά σ εκείνα τα γκρίζα νερά, που είχανε ξεβράσει εκατοντάδες σεντούκια ταξιδιωτών στις ακτές του.
Τότε άρχισε και εκείνος να γελά, σιγοντάροντας τα χαχανητά του παράξενου οδηγού του.Ξαφνικά ,εκείνος σταμάτησε να γελά και για πρώτη φορά αντίκρισε το πρόσωπο του ,καθώς γύρισε απότομα προς το μέρος του.
"Εσύ γιατί γελάς ,για πες μου να καταλάβω" μούγκρισε κοιτώντας τον στα μάτια.
Ένοιωσε τότε την φρίκη να τον πλημμυρίζει, όταν διέκρινε σκοτεινές κόγχες στη θέση των ματιών του. "Πες μου γιατί γελάς ανθρωπάκο"?
Δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί.Είχε στην κυριολεξία μαρμαρώσει στη θέση του.
"Εγώ ξέρεις όμως γιατί γελώ,ξέρεις μωρέ?".Μόλις που πρόλαβε να ψελλίσει ένα "γιατί" χαμηλώνοντας το βλέμμα στο πάτωμα της γόνδολας, για να μην ξαναντικρύσει εκείνο το φρικτό πρόσωπο.
Τότε ο άλλος αφήνοντας στην πάντα το μεγάλο κουπί ,με μια δρασκελιά βρέθηκε δίπλα του στριμώχνοντας τον στο μεγάλο κάθισμα.
Κατόπιν με λύσσα, έσπρωξε το σεντούκι του στη θάλασσα ,βγάζοντας ένα απόκοσμο ήχο αγριμιού. "Γελώ μ όλους εσάς ηλίθια ανθρωπάκια, που κουβαλάτε τα υπάρχοντα σας, ακόμα και στο τελευταίο σας ταξίδι".
Μάριος Ζαμπίκος
(Μαράκος)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|