| Ξανά, η σφυρίχτρα ακούγεται
μέσα στην νύχτα, συριστικά.
Έφτασε ο μπαρμπέρης στη φυλακή.
Και ιδού, ξυπνάν οι καταδικασμένοι,
με φοβερές βλαστήμιες, με σπρωξιές,
να πάν’ να κουρευτούν,
από τον ύπνο αλαλιασμένοι ακόμη
κι όπως οι δεσμοφύλακες προστάζουν.
Είν’ ο μπαρμπέρης μόνος στο δωμάτιο
και στο τραπέζι έχει απλωμένα,
τις χτένες του, κατά το μέγεθός τους,
τη μηχανή του την ψιλή,
τη μηχανή του τη χοντρή,
τον στρογγυλό καθρέφτη του, στημένο
προσεχτικά. Που ξεγελά κομμάτι
και δείχνουν όλοι αρεστοί.
Σαν έρχεται η σειρά του καθενός,
μ’ αδιόρατο ένα δάγκωμα στα χείλη
κάθεται ’πά στο ξύλινο σκαμνί,
τα μάτια του κλείνει,
λες και φοβάται το ψαλίδι, ενώ
πάρα πολλοί και φονικά έχουν κάνει,
κάποιοι με σπάθα, κάποιοι με σουβλί
κι όλοι έχουν κάποιον άνθρωπο ξεκάνει.
Θα κουρευτείς κι εσύ μια νύχτα,
που έξω θα ουρλιάζουν τα σκυλιά
και χρατς και χρουτς,
θα κόψουν τα μαλλιά σου,
ασύμμετρα και βιαστικά,
καθώς πίσω ο μπαρμπέρης θ’ αλαλάζει,
«κούκλος εγίνηκες· κοιτάξου»,
μα δε θα σ’ ενδιαφέρει τελικά.
Π.Θ.Τουμάσης
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|