| καθώς το άσπρο σου μου κούναγες μαντίλι
κι έλαμπε η μέρα, μου πες «πρέπει να κινήσω
σαν γίνει η θάλασσα στεριά θα είμαι πίσω
θα σε θυμάμαι κι αν περάσουν χρόνοι χίλιοι»
βαμμένα χείλη , κατακόκκινη πορφύρα
σάρκα απαλή, λευκή, λευκότερη απ’ το χιόνι
είπες «εμένα ο καιρός δε με σκοτώνει»
με βλέμμα π’ έσταζε θαλασσινήν αρμύρα
κι ως τρέχει ο χρόνος, τόσο σ’ εξιδανικεύει
τόσο σε νιώθω μέσα μου ήρεμο ποτάμι
που σκάβει κοίτη να περάσει μα … δε φτάνει
η σάρκα μου καθώς τη σάρκα σου γυρεύει
σ’ αγγίζω στ’ όνειρο και καίγεται η αφή μου
ποιος έχει ορίσει η ζωή να είναι λίγη;
κι η αμφιλύκη σαν θηλιά να με τυλίγει
κάθε που κάνω αναδρομή στην θύμησή σου;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|