Ένα σημάδι περίεργο στο πρόσωπο
εκείνο που παλεύει σαν το φίδι
μάζεψε όλες τις εικόνες που φωνάζουν
στο μυαλό τα συνθήματα
Εκείνους που μάζεψαν ελπίδες
σ΄ένα σάκο ξεπλυμένο
όταν ανοίχτηκε το καράβι
μακριά στην φουρτούνα
Μα στην χαρά την ανείπωτη
που διασκεδάζει της λύπης η συμπόνια
είναι μεγάλη η φωτεινότητα του σκοταδιού
μέσα στην φλόγα
Ένα περίεργο κακοτράχηλο πρόσωπο
με ένα δάκρυ απολιθωμένο στο μάγουλο
είναι αυτό που ανοιγοκλείνει τα μάτι
ξαφνιασμένο από το φως της ημέρας
Συνηθισμένο σε ένα βούρκο από σφάλματα
πράξεις που δεν χρεώνονται σε εκείνο
βάλθηκε να κουνήσει τα βλέφαρα
πιο γρήγορα από την ώρα τους
Μα το φως είναι αμείλικτο
και τα βλέφαρα ανήμπορα, ξεδιάντροπα, προδοτικά
του έδωσαν την τελευταία του ίσως ευκαιρία
να χτυπήσει εκεί όπου ο νους πάντα ελπίζει
Να ματώσει τις εικόνες που στολίζουν
όμορφα την θλίψη
να πληγώσει την ανάγκη να δακρύσουνε
για μια μόνο φορά οι ανεμώνες
Το σκοτάδι το βαθύ το ανελέητο
πήρε πάλι την εκδίκηση σαν πρώτα
και τα μάτια που εκείνα αντιστέκονταν
δικαστήκαν να κοιτάνε μόνο χώμα
Με τον νου και την χαρά που μόνη έμεινε
δρασκελίζει το κατώφλι ο ανθρωπάκος
μια μικρή μόνο ελπίδα του απέμεινε
να αναμένει το ξημέρωμα του ανέμου