| Μες στο σκοτάδι τα αντικείμενα αλλάζουν.
Φαίνεται πως λυτρώνονται απ’ τη δυναστεία της ύλης
και έτσι κινούνται ελεύθερα.
Γι αυτό πολλές βραδιές παραφυλώντας
είδα το παλαιό τραπέζι να καλπάζει
στη σάλα μέσα ασέλωτο , σηκώνοντας κονιορτό
και τις καρέκλες -βαριεστημένες πια να υπηρετούν συνδαιτυμόνες-
να τρέχουν λάφια λεύτερα σε λόφους χαμηλούς
ολόσπαρτους γρασίδι και χαμόμηλο…
στέρεα τις οπλές καρφώνοντας
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι είδα και τον βαρύ μπουφέ
-που ασάλευτο στη μνήμη μου τον φέρνω από αιώνες-
να γίνεται ξανά , ως αποσύρεται το φως
μια καρυδιά ψηλή και να μετρά μες την απόλυτη σιγή
πόσα πουλιά απάγκιασαν στους κλώνους της
και πόσες υποσχέσεις παλιννόστησης
πήρε απ’ τα χελιδόνια
και παρατήρησα ξανά στις ξύλινές του φλέβες
να τρέχει ατόφια η Άνοιξη…
Μα και το κλάμα άκουσα και τα πνιχτά αναφιλητά
εκείνης της κονσόλας με τα σκαλισμένα πόδια
να ελεεινολογεί τη μοίρα της
που αντί σκαρί να τηνε κάνει ελεύθερο να πλέει σε πελάγη
και κάθε αυγή να την βρίσκει σ’ άλλο λιμάνι πρωτοείδωτο
την έταξε να βλέπει μόνο τη ματαιοδοξία των ανθρώπων
που στέκουν μπρος της καλλωπίζοντας τα είδωλά των
μες στον καθρέφτη που αγέρωχα
στέκεται πάνωθέ της…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|