Η ημέρα ηλιόλουστη σαν ανοιξιάτικη και ας ήταν στα μέσα του χειμώνα η Ελένη πήρε τα δύο κορίτσια της τεσσάρων και πέντε χρονών, στην πεθερά της να τα προσέχει μέχρι που να πάει στην στάνη να την σκουπίσει και να ετοιμάσει την τροφή για τα αιγοπρόβατα, μέχρι την ώρα που θα τα γύριζε ο σύζυγος της από την βοσκή να είναι οι πάχνες τους γεμάτες .
Ζούσαν μέσα στο χωριό και τα σπίτια πυκνοκατοικημένα δεν ήταν μακρια το ένα από το άλλο.
Μέχρι να τελειώσει όλα όσα έπρεπε να κάνει η Ελένη τον ουρανό άρχισαν να τον σκεπάζουν μαύρα σύννεφα και να παίρνει ένα χρώμα μουντό και σκοτεινό, που δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και σαν να τον πήραν τα κλάματα άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα του ποτάμι.
Δεν έφτανε αυτό και άρχισαν και κάτι δυνατά μπουμπουνιτά λες και τα σύννεφα κτυπούσαν το ένα το άλλο, και οι αστραπές τον έσχιζαν στη μέση αφήνοντας ένα αγριο ξεφωνητό.
Στο κεφάλι της Ελένη μια φωνή να επαναλαμβάνεται συνέχεια που δεν την άφηνε να ησυχάσει, και της έλεγε τα παιδιά σου είναι μέσα στη βροχή.
Αυτή τα παρατάει όλα και τρέχει στο σπίτι, και τί να δει.
Τα δύο κοριτσάκια σφιχταγκαλιασμένα κάτω από το λούκι του σπιτιού και να τρέχουν τα νερά πάνω τους να κλαίνε, και το μεγάλο να παρηγοράει το μικρό .
Μην κλαις Άννα μου και η μαμά μας θα έρθει.
Η Ελένη μόλις τα είδε δεν πίστευε στα μάτια της και στο ένστικτο της .
Τα μάζεψε τα έβαλε στο σπίτι και γρήγορα γρήγορα τους έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα τα στέγνωσε με μια πετσέτα και τους φόρεσε άλλα, για να μην αρπάξουν κανένα κρυολόγημα.